ΑΦΗΓΗΣΗ: Γιάννης Κανάτας
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:Βασίλης Τραπέτσας
Μεγάλη Παρασκευή του 1944
Εγώ, καπνοπώλης στην Παπαστράτου 2! Η κυκλοφορία στους δρόμους ξεκινούσε μισή ώρα μετά την ανατολή και τέλειωνε μισή ώρα πριν τη δύση. Ο πατέρας μου τότε είχε κάποια προβλήματα με το στομάχι του (ο αδελφός μου ήταν αντάρτης) κι έτσι, εκείνη την ημέρα, κατέβηκα εγώ στο μαγαζί για να πουλήσω κάνα τσιγαράκι «στούκας», να βγάλουμε το ψωμάκι μας.
Απ’ τον Αγγελόπουλο με τους καφέδες μέχρι την πλατεία Μπέλλου γινόταν κάθε μέρα μαυραγορά. Πούλαγε κι αγόραζες ότι ήθελες!
Εκείνη όμως τη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή του ’44, καθώς κατέβαινα για το καπνοπωλείο, είδα ότι δεν ήταν τόσοι πολλοί μαυραγορίτες όπως τις προηγούμενες ημέρες. Κάποιους γνωστούς μου, όπως τον Κώστα τον Παπασίγκα, τον Τζίμη απ’ τον συνοικισμό, τον Αλέκο, τον Χρήστο κ.α. δεν τους είδα…
Πήγα στο μαγαζί, ανοίγω τη «φυσαρμόνικα» τη σιδερένια κι όταν έβγαλα το ένα φύλλο της πόρτας και πήγα να το αποθέσω δίπλα, κοιτάω μπροστά στο περίπτερο του Καραχρήστου, που ήταν μπροστά απ’ το ξενοδοχείο «Αθήναι», τι να δω; Ο ένας κρεμασμένος!! Πω, πω….
Κοιτάω απέναντι στο καφενείο του Ψαρά, στο περίπτερο του Χώχου…κι άλλος κρεμασμένος!! Κοιτάω στο «Ακροπόλ», προς το περίπτερο του Παπαγεωργίου ….ο τρίτος κρεμασμένος!
Τότε ήμουνα 15 χρονών παιδάκι. Φοβήθηκα! Κλείνω το μαγαζί κι έρχομαι ξανά στο σπίτι. Καθ’ οδόν για το σπίτι, από τον κόσμο, έμαθα ότι οι Γερμανοί σκοτώσανε τους 120 στην Αγία Τριάδα και κρέμασαν τους τρεις στην πλατεία Μπέλλου. Όμως, όπως έλεγαν, μετά απ’ αυτό, «η ζωή στη πόλη κυλάει ομαλά!»
Έτσι ξεκινάω ξανά για το καπνοπωλείο, παίρνοντας μαζί την πετσέτα μου με τη μπομποτούλα και τις ελίτσες.
Κατά τις 5 το απόγευμα, βγήκε μια πληροφορία που έλεγε ότι, οι αντάρτες στο Πλατανόρεμα (στη Σπολάιτα πιο κάτω) έκαναν σαμποτάζ στους Γερμανούς κι αυτοί, ως αντίποινα, το βράδυ, όποιους άντρες έβρισκαν μέσα στο Αγρίνιο θα τους εκτελούσαν!
Ξανακλείνω το καπνοπωλείο, πάω τροχάδην στο σπίτι, το λέω στο πατέρα μου (εμείς είχαμε αδελφό αντάρτη και φοβόμασταν επιπλέον) και με λίγη μπομπότα στην πετσετούλα, φεύγουμε με προορισμό τη Βελάουστα.
Ο πατέρας μου ήταν κουτσός. Στηριζόταν στο μπαστούνι του και στον δικό μου ώμο σ’ αυτή τη διαδρομή προς το ρέμα, όπου εκεί, υπήρχε μία μπάρα την οποία κι έπρεπε να περάσουμε μισή ώρα πριν τη δύση του ηλίου.
Άλλοι έφευγαν απ’ το δρόμο που πήραμε εμείς, άλλοι απ’ του Τσιλιαπάνου κι άλλοι από την Αγία Παρασκευή. Όλοι αυτοί οι δρόμοι συγκλίνανε στη Βελάουστα.
Ψηλά απ’ του Τσιλιαπάνου, όπου είχαν πάει οι περισσότεροι, μας φώναζαν να πάμε πιο γρήγορα -λόγω του προβλήματος του πατέρα μου είχαμε μείνει τελευταίοι- γιατί οι Γερμανοί μας πλησίαζαν! Κάποιος απ’ αυτούς φώναξε στο πατέρα μου: «Μπάρμπα- Γιώργο, κάτσε εσύ σε μια μεριά κι άσε το παιδί να φύγει!»
Μετά τα σπίτια στα Νταλιανέικα, ένα κοριτσάκι έβοσκε κατσικάκια. Εκεί έμεινε ο πατέρας μου, αφού πρώτα με φίλησε και χαιρετηθήκαμε. Έτρεξα και πρόλαβα τους άλλους που ήταν ψηλότερα. Ευτυχώς, οι Γερμανοί ήθελαν να συλλάβουν κάποιους (το οποίο δε κατάφεραν τελικά) και να τους ανακρίνουν για το λόγο που φεύγαμε. Έτσι, δε σκόπευσαν από μακριά. Αν σκόπευαν θα μας σκότωναν!
Πήγαμε στη Βελάουστα. Βράδυ Μεγάλης Παρασκευής…
Εκείνη την ώρα έβγαινε ο Επιτάφιος και πίσω ήταν οι πιστοί με τα κεράκια. Από μακριά, εγώ νόμισα ότι ήταν ενέδρα των Γερμανών και με έλουσε κρύος ιδρώτας! Προχωρήσαμε επιφυλακτικά στο χωριό όπου βεβαίως δε μας περίμενε κανείς! Περάσαμε τη βραδιά μέσα σ’ ένα παλιό σπίτι, με συντροφιά το τζάκι.
Την άλλη μέρα, όταν βγήκε για τα καλά ο ήλιος, έγινε συγκέντρωση στην οποία μας μίλησε ο Τάσος ο Πετρίδης, ο οποίος ήταν καπνεργάτης και καπετάνιος στο εκεί αντάρτικο. Είπε διάφορα λόγια εθνικού περιεχομένου και μας πληροφόρησε ότι η ζωή στο Αγρίνιο το προηγούμενο βράδυ κύλησε ομαλά κι ότι δεν έγιναν συλλήψεις.
Μας είπε επίσης ότι, όποιος θέλει μπορεί να φύγει, να επιστρέψει στην εστία του, με τη προϋπόθεση η επιστροφή να γίνει απ’ τον ίδιο δρόμο και ανά πεντάδες. Επίσης, μας είπε ότι, όποιος θέλει, μπορεί να παραμείνει και να πλαισιώσει τις ανταρτικές δυνάμεις. Επειδή, το να επιστρέψει κανείς στην εστία του έκρυβε τον κίνδυνο να συλληφθεί και να οδηγηθεί στις φυλακές κι από κει στην εκτέλεση –κανείς δεν ήξερε τι του ξημέρωνε- γι’ αυτό, εκείνη τη μέρα, πάνω από διακόσια άτομα έμειναν με τις αντάρτικες δυνάμεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν πολιτικά προσκείμενοι σ’ αυτούς. Αφενός, προστάτευαν τον εαυτό τους και αφετέρου, προσέφεραν στον αγώνα της πατρίδας ενάντια στους δεινούς κατακτητές.
Όταν έφτασα στο σπίτι βρήκα το πατέρα μου ο οποίος είχε περάσει το βράδυ στο σημείο εκείνο που τον είχα αφήσει, ευτυχώς, χωρίς κανένα δυσάρεστο συμβάν. Η ζωή, κατά τ’ άλλα, στη πόλη κυλούσε ομαλά…
Μετά από μέρες και σύμφωνα με πληροφορίες, μάθαμε ότι, τη στιγμή της εκτέλεσης των 120, ένας εξ αυτών, ονόματι Δημήτρης Τσίτος, δάσκαλος στο επάγγελμα, ψηλός με χαρακτηριστική ψιλή φωνή, γλίτωσε!
Η σφαίρα που του έριξε ο Γερμανός στρατιώτης, πέρασε κάτω από τη μασχάλη κι απλά του μάτωσε το σημείο ανάμεσα στο χέρι και στα πλευρά του.
Έπεσε κάτω μαζί με τους άλλους ήρωες.
Πολλοί είπαν ότι είχε μαζί του το Τίμιο ξύλο! Πάντως, αν δεν είχε Άγιο προστάτη ο δάσκαλος, σίγουρα έπεσε σε δεινό σκοπευτή που δεν ήθελε να τον σκοτώσει.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, ο δάσκαλος βολτάριζε πάνω-κάτω στην πλατεία Μπέλλου κι όλοι έλεγαν για την περίπτωσή του…
Ότι, μόλις οι Γερμανοί τέλειωσαν τις εκτελέσεις κι απασχολήθηκαν με κάτι άλλο, αυτός σύρθηκε στο χωράφι με τα σιτάρια που ήταν πίσω του και βρήκε καταφύγιο στο ρέμα που ήταν πιο κάτω.
Κι έπειτα, έφυγε μεσ’ απ’ τα καπνοχώραφα…