Η Νέα Πλευρώνα και το αρχαίο θέατρο

Το αρχαίο θεάτρο της Πλευρώνας

Η αρχαία πόλη
Η Νέα Πλευρώνα βρίσκεται 5 χλμ. περίπου βορειοδυτικά της πόλης του Με­σολογγίου και καταλαμβάνει δύο λόφους της νοτιοδυτικής απόληξης της ορο­σειράς του Αρακύνθου (Ζυγός). Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Αιτωλίας με εντυπωσιακή διατήρηση των τειχών της. Την οχύρωση της Νέας Πλευρώνας οι ντόπιοι την αποκαλούν «Κάστρο της Κυρά Ρήνης». Στην ίδρυση της αναφέρεται ο γεωγράφος Στράβων (Γεωγραφικά 10, II, 4), σύμφωνα με τον οποίο η πόλη κτίστηκε αμέσως μετά το 235/4 π.Χ. όταν ο Δημήτριος Β’ ο Μα­κεδών, ο αποκαλούμενος και Αιτωλικός, κατέστρεψε την Παλαιά Πλευρώνα, που εντοπίζεται σε δύο παρακείμενους χαμηλότερους λόφους, Ασφακοβούνι (Γυφτόκαστρο) και Πετροβούνι.
Η τοποθεσία όπου βρίσκονται τα ερείπια της δεσπόζει στη γύρω πεδιάδα, τη λιμνοθάλασσα και τις αλυκές Μεσολογγίου (Εικ. 15-16), γεγονός που υπο­δηλώνει τη σημασία της κατά την αρχαιότητα ως στρατηγικού σημείου για τον έλεγχο τόσο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής όσο και των θαλάσ­σιων και χερσαίων δρόμων.
Ο λόφος πάνω στον οποίο είναι κτισμένη είναι χαμηλός και βραχώδης με απότομη έξαρση προς τα βόρεια, όπου βρίσκεται και η ακρόπολη. Το ισχυρό τείχος της που είναι κτισμένο κατά το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα, με λιθόπλινθους από γκρίζο τοπικό ασβεστόλιθο, έχει συνολικό μήκος 2.360 μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 2 μ. έως 2,20 μ. Περιλαμβάνει οκτώ ορατές πύ­λες διαφόρων διαστάσεων, μία πυλίδα, τριάντα έξι πύργους και έντεκα κλίμακες ανόδου σε αυτούς και στον περίδρομο του τείχους.

Μετά τις πρόσφατες εργασίες ανάδειξης και ανάπλασης του αρχαιολογικού χώρου4, είναι σήμερα ορατά εντός της οχύρωσης ορισμένα από τα κυριότερα μνημεία, όπως το θέατρο και η αγορά (Εικ. 17), καθώς επίσης μεγάλη λα­ξευμένη στο βράχο δεξαμενή (Εικ. 18), επιβλητικά κτιστά άνδηρα για τη θεμελίωση δημόσιων ή ιδιωτικών οικοδομημάτων, λουτρική εγκατάσταση με δεξαμενή, χώρος άθλησης («στάδιο»;), όπως επίσης κατάλοιπα του οικιστικού ιστού της που ανήκουν σε θεμέλια σπιτιών πλαισιούμενα από πλακόστρωτους ή χαλικόστρωτους δρόμους (Εικ. 19). Εντυπωσιακά σημεία της οχύρωσης είναι η κεντρική πύλη Α με το υπερμέγεθες μονολιθικό υπέρθυρο, η ανατολική Πύλη Ζ, η τοξωτή πύλη Β, καθώς και οι πύργοι με τις κλίμακες ανόδου σε αυτούς και στον περίδρομο του τείχους.
Εξωτερικά της οχύρωσης της πόλης και κατά μήκος κεντρικών δρόμων ει­σόδου που οδηγούν σε αυτήν αναπτύσσονται τα νεκροταφεία της. Όπως μαρτυ­ρούν τα ανασκαφικά δεδομένα, τα νεκροταφεία αποτελούνταν είτε από απλούς κιβωτιόσχημους, είτε από λακκοειδείς λαξευμένους στο φυσικό βράχο τάφους, είτε από κτιστούς θαλαμοειδείς «μακεδόνικου» τύπου που περικλείονταν από ταφικούς περιβόλους σχήματος m.

Το Θέατρο
Το θέατρο βρίσκεται σε επαφή με τη δυτική πλευρά της οχύρωσης της αρχαίας πόλης και σε απόσταση 130 μ. περίπου από την κεντρική πύλη Α (Εικ. 19). Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέατρα της Αιτωλίας, τόσο λόγω της μοναδικής θέας που προσφέρει προς την πεδινή παραλι­ακή ζώνη στα δυτικά του Μεσολογ­γίου, όσο και λόγω μιας σημαντικής κατασκευαστικής ιδιαιτερότητας. Συγκεκριμένα, το επίμηκες σκηνικό οι­κοδόμημα εφάπτεται στην εσωτερική παρειά του τείχους και του πύργου 3, ο οποίος συμπληρώνει τη λειτουργικότη­τα του (Εικ. 21). Ο πύργος 3, διαστά­σεων 6.50 μ, χ 3.30 μ., που σώζεται σε ύψος 5,70 μ. περίπου, θα πρέπει να αποτελούσε βοηθητικό χώρο της σκη­νής και των παρασκηνίων, ενδεχομένως αποδυτήρια των ηθοποιών. Το προ­σκήνιο, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν διασωθεί και την αναπαράσταση του γερμανού μελετητή Ε. Fiechter5 (Εικ. 20), ήταν διώροφο και στην ισόγεια πρόσοψη έφερε έξι ημικίονες, οι οποίοι δημιουργούσαν θύρα στο κέντρο και έξι ανοίγματα δεξιά και αριστερά για την τοποθέτηση ζωγραφικών πινάκων (σκη­νογραφία). Οι πάροδοι του θεάτρου, πλάτους 2,40 μ., ορίζονται στα ανατολικά από τους αναλημματικούς τοίχους του κοίλου και στα δυτικά από τους τοίχους των παρασκηνίων. Όπως έδειξε η ανασκαφική έρευνα, οι είσοδοι και των δύο παρόδων προς το θέατρο έφεραν τοξωτό υπέρθυρο.
Η ορχήστρα του θεάτρου έχει διάμετρο 11,60 μ., είναι διαμορφωμένη με χώμα στο φυσικό έδαφος, χωρίς περιμετρικό αγωγό συγκέντρωσης των ομβρίων υδάτων, τα οποία παροχετεύονταν σε μικρό αγωγό που ξεκινά από το νότιο άκρο της και δια του τείχους καταλήγει εξωτερικά της οχύρωσης. Το κοίλο είναι διαμορφωμένο σε φυσικό βραχώδες πρανές (Εικ. 22). Φέρει τέσσερις κλίμακες, εκ των οποίων οι δύο σε επαφή με τους πλευρικούς αναλημματικούς τοίχους του (στα βόρεια και νότια), και άλλες δύο κεντρικές που το χωρίζουν σε τρεις σφη­νοειδείς ενότητες (κερκίδες). Σύμφωνα με τα σωζόμενα δομικά κατάλοιπα το θέατρο πρέπει να είχε συνολικά 25 με 30 σειρές εδωλίων. Σήμερα είναι ορατές 16 (Εικ. 23). Μέχρι τη δέκατη σειρά τα εδώλια σε άλλα σημεία είναι κατασκευ­ασμένα από ορθογώνιους λαξευμένους λίθους και, σε άλλα, κυρίως στις δύο χαμηλότερες σειρές, στο κέντρο του θεάτρου, είναι λαξευμένα στο φυσικό βρά­χο. Πάνω από τη σειρά αυτή τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από μικρότερου μεγέθους ορθογωνισμένους λίθους. Αν και η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί στο τμήμα αυτό του κοίλου, φαίνεται ότι μετά τη δέκατη σειρά εδωλίων πρέπει να υπήρχε διάζωμα που χώριζε το κάτω από το άνω κοίλο (επιθέατρο). Ίχνη της κλίμακας ανόδου στο άνω κοίλο είναι σήμερα ορατά. Στοιχεία μαρμάρινων επι­καλύψεων των εδωλίων δεν διασώθηκαν. Τρία ορατά λαξεύματα στο μέτωπο της πρώτης σειράς των εδωλίων και στο μέσο της κάθε κερκίδας υποδηλώνουν ότι εκεί ήταν προσαρμοσμένες αντίστοιχες προεδρίες.Το θέατρο πρέπει να κατασκευάστηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., δηλαδή αμέ­σως μετά την ίδρυση της Νέας Πλευρώνας το 235/4 π.Χ.

Οι εργασίες αυτές ξεκίνησαν το 2002 και ολοκληρώθηκαν το 2009 (Ιούνιος). Πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο τον έργου «Προστασία, έρευνα & ανάδειξη τριών (3) αρχαίων πόλεων του Νόμου Αιτωλοακαρνανίας: Πλενρώνα – Οινιάδες – Πάλαιρος» του Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε. υπό την επίβλεψη Επιστημονικής Επιτροπής, πρόεδρος της οποίας είναι ο Δρ. Λ. Κολώνας. Οι εργασίες δε θα είχαν έλθει σε πέρας χωρίς τον ιδιαίτερο ζήλο όλων όσοι εργάστη­καν, αρχαιολόγων, συντηρητών, σχεδιαστών, αρχιτεκτόνων, πολιτικών μηχανικών, τοπογράφων, αρχιτεχνίτων, εργατοτεχνιτών και φυλάκων, προς τους οποίους εκφράζουμε και από τη θέση αυτή θερμές ευχαριστίες. Ορισμένα τμήματα του θεάτρου ερευνήθηκαν το 1898 από τους R. Herzog και E. Ziebarth. Προκαταρκτική μελέτη και δημοσίευση ίου μνημείου έγινε από τον E. Fiechter το 1931.
………………………………
Από την έκδοση
Τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας
Εκδόσεις «Διάζωμα» Σειρά: Αρχαία Θέατρα
Λ. Κολώνας, Μ. Σταυροπούλου – Γάτση, Γ. Σταμάτης
Τα αρχαία θέατρα στην Αιτωλοακαρνανία
Σελιδοποίηση: Κ. Τσιρίκος
Παραγωγή arte creative team
Επιμέλεια Έκδοσης Χ.Γ. Λάζος
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009-12-10
Copyright © 2009
Διάζωμα
Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας
ΛΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α.