Στράτος: Η αρχαία πόληΤα ερείπια της ακαρνανικής πρωτεύουσας, του Στράτου, βρίσκονται βόρεια του σημερινού ομώνυμου οικισμού, πολύ κοντά στη δυτική όχθη του Αχελώου, ο οποίος στην αρχαιότητα ήταν πλωτός τουλάχιστον έως τη θέση αυτή. Αυτό άλλωστε αποδεικνύει και η εντυπωσιακή παραποτάμια πύλη του. Ο Στράτος υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερα οχυρωμένες πόλεις-κράτη της Ακαρνανίας, πρώτη πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων, από τον 4ο έως το 272 π.Χ., και κεντρικό ιερό τους. Χαρακτηρίζεται «μεγίστη» από τον Θουκυδίδη (II, 80.8), ενώ η επικράτεια του που κατελάμβανε ολόκληρη την πεδιάδα από τον Αχελώο έως την λίμνη του Οζερού ονομάζεται από τον Πολύβιο «Στρατική» (5, 96.3).
Σύμφωνα με τις νεώτερες έρευνες η πόλη είναι ήδη σημαντική από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου τάσσεται με το μέρος των Αθηναίων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να δεχθεί το 429 π.Χ. επιθέσεις από Πελοποννήσιους, Ηπειρώτες και Αμβρακιώτες, τις οποίες απέκρουσε με επιτυχία. Η μέγιστη ακμή της φτάνει τον 4ο αι. π.Χ., καθώς υποστηρίζεται από τον βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο (από το 314 π.Χ. και εξής). Το 272 π.Χ. η πρωτεύουσα του Ακαρνανικού Κοινού έχει ήδη μεταφερθεί από τον Στράτο στη Λευκάδα.
Γύρω στο 260 π.Χ. ξεσπούν πολεμικές συγκρούσεις με τους Αιτωλούς που οδηγούν στην κατάληψη του το 252 π.Χ. Έκτοτε παραμένει στα χέρια των Αιτωλών εξακολουθώντας να ακμάζει. Την ίδια περίοδο κεντρικό ιερό του Ακαρνανικού Κοινού γίνεται το ιερό του Ακτίου Απόλλωνος. Ωστόσο, ο Στράτος εξακολουθεί να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο κυρίως λόγω της στρατηγικής του θέσης. Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν και να μετοικήσουν στη Νικόπολη. Η περιοχή δεν εγκαταλείπεται πλήρως και εξακολουθεί να κατοικείται στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια. Τον 4ο αι. μ.Χ. αποτελεί έδρα Επισκόπου με το όνομα Αχελώος, ενώ στοιχεία ενός άγνωστου οικισμού της μεσοβυζαντινής περιόδου ήλθαν στο φως από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες.(1)
Η πόλη διέθετε ισχυρή οχύρωση ήδη από τον 5° αι. π.Χ. Το συνολικό μήκος του τείχους φτάνει τα 4 χλμ. περίπου, περιλαμβάνει 55 πύργους και 22 πύλες και πυλίδες, καθώς επίσης εσωτερικό διατείχισμα που κτίστηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Σε περίοπτη θέση που προσφέρει απεριόριστη θέα προς το εσωτερικό της πόλης και την πεδιάδα της «Στρατικής» βρίσκεται ο περίφημος ναός του Στρατίου Διός. Είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από ντόπιο γκριζωπό ασβεστόλιθο και ενσωματωμένο στο δυτικό σκέλος του οχυρωματικού τείχους στη θέση παλαιότερου ναού. Πρόκειται για περίπτερο δωρικό ναό (6×11 κίονες), διαστάσεων 34,19 μ. χ 18,39 μ., με πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Στα νοτιοανατολικά του βρίσκεται μεγάλος βωμός και βάσεις αναθημάτων. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. – αρχές 3ου αι. π.Χ. (2)
Η αγορά του ήταν περίκλειστη και αποτελούσε το εμπορικό, πολιτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης. Περιβαλλόταν στα βόρεια, στα δυτικά και στα ανατολικά από στοές και χωριζόταν με μία ακόμη στοά σε δύο πλατώματα, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με κλίμακες. Η είσοδος της ήταν στα νότια. Στη βορειοανατολική γωνία της ανατολικής στοάς ήταν κτισμένο το βουλευτήριο. Στο νοτιοδυτικό άκρο υπάρχει ορθογώνιο κρηναίο οικοδόμημα. Η κύρια χρήση της Αγοράς εντοπίζεται στα ελληνιστικά χρόνια (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.).
Τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης βρίσκονται extra muros και διατάσσονται εκατέρωθεν δρόμων που την συνέδεαν με την κεντρική Ακαρνανία και την αρχαία Λιμναία (σημερινή Αμφιλοχία). Οι τάφοι, σε πολλές περιπτώσεις πλούσια κτερισμένοι, ανήκουν σε απλούς τύπους (κιβωτιόσχημοι απλοί ή κτιστοί, καλυβίτες, ενώ δεν απουσιάζουν και οι περιπτώσεις τάφων μνημειακού τύπου, της κατηγορίας των «μακεδονικών».
Το Θέατρο
Το θέατρο του Στράτου είναι κτισμένο σε κοίλωμα πλαγιάς με θέα προς τον ποταμό Αχελώο και την κοιλάδα του. Βρίσκεται εντός των τειχών της πόλης, ανατολικά του διατειχίσματος και πολύ κοντά στην αγορά της. Τη θέση του θεάτρου είχε εντοπίσει πρώτος το 1805 ο W.M. Leake και την επιβεβαίωσε στο τοπογραφικό του ο L. Heuzey το 1856. Στη δημοσίευση των εργασιών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής το 1892, το θέατρο δεν συμπεριλήφθηκε στο γενικό τοπογραφικό επειδή δεν ήταν ορατό. Τη θέση ύπαρξης του θεάτρου ταύτισε και πάλι τέσσερα χρόνια αργότερα ο F. Noack. Η ανασκαφική του έρευνα πραγματοποιήθηκε τη χρονική περίοδο 1990-1996 στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συνεργασίας της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο από τα πέντε έως σήμερα αποκαλυφθέντα θέατρα του νομού, του οποίου διατηρούνται σε καλή κατάσταση ορισμένες σειρές εδωλίων, οι προεδρίες, η ορχήστρα και ο αποχετευτικός αγωγός. Από το σκηνικό οικοδόμημα σώζεται η θεμελίωση του προσκηνίου και των παρασκηνίων, καθώς επίσης και τμήματα των ράμπων ανόδου των ηθοποιών στη σκηνή. Η κατασκευή του χρονολογείται στον 4° αι. π.Χ. Ανακατασκευές και επιδιορθώσεις, κυρίως όσον αφορά στο σκηνικό οικοδόμημα, έγιναν στον 3° και τον 2° αι. π.Χ.
Το θέατρο ως επί το πλείστον είναι δομημένο από γκριζοπράσινους ντόπιους ψαμμιτόλιθους (κοίλο, σκηνή), ενώ τα κατώτερα μέρη του κοίλου, η κρηπίδα της περιφέρειας της ορχήστρας και ο αποχετευτικός αγωγός είναι κατασκευασμένα από λευκό ασβεστόλιθο Λεπενούς. Το κοίλο χωρίζεται σε έντεκα κερκίδες με δώδεκα κλίμακες ανόδου, ενώ δεν υπάρχει διάζωμα. Σώζονται τουλάχιστον 33 σειρές εδωλίων και η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 6.000 θεατές περίπου. Στην πρώτη σειρά των εδωλίων σώζονται έντεκα προεδρίες που αντιστοιχούν ανά μία σε κάθε κερκίδα. Είναι κατασκευασμένες από ψαμμιτόλιθο.
Εν μέρει διατηρείται και ο πλακόστρωτος διάδρομος που μεσολαβεί μεταξύ των προεδριών και της ορχήστρας. Και εδώ έχουν χρησιμοποιηθεί πλάκες από λευκό ασβεστόλιθο Λεπενούς. Η ορχήστρα έχει διάμετρο 15,50 μ., το δάπεδο της αποτελείται από στρώμα πατημένου χώματος και πλαισιώνεται από λίθινο κράσπεδο, το οποίο είναι κατασκευασμένο από λευκό ασβεστόλιθο. Ο αποχετευτικός αγωγός περιτρέχει την ορχήστρα κατά το βόρειο μισό, φέρει καλυπτήριες πλάκες ανά 2 μ. περίπου και λίγο πριν την ανατολική πάροδο γίνεται υπόγειος και συνεχίζει με κατεύθυνση από βορά προς νότο κάτω από το σκηνικό οικοδόμημα. Στο δάπεδο της ορχήστρας βρέθηκαν θραύσματα των ερεισινώτων δυο ακόμη τιμητικών προεδριών που υπήρχαν στο ανατολικό και το βόρειο τμήμα της. Τρίτη προεδρία ενδεχομένως να υπήρχε στο δυτικό τμήμα της. Οι προεδρίες αυτές ανήκουν στην τελευταία φάση χρήσης του θεάτρου που χρονολογείται στον 2° αι. π.Χ. και ήταν κατασκευασμένες από λευκό ασβεστόλιθο. Στην ίδια φάση ανήκει και μεγάλη ορθογώνια βάση αναθήματος μεταξύ ορχήστρας και δυτικής παρόδου. Το δυτικό άκρο της ανατολικής παρόδου προς την ορχήστρα σύμφωνα με τα αποκαλυφθέντα εκεί κατά την έρευνα θεμέλια είχε κλειστεί με τοίχο σχήματος ζήτα.
Από την ανασκαφή των θεμελίων του σκηνικού οικοδομήματος έχουν αναγνωριστεί τρεις οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται στον 4° αι. π.Χ., η δεύτερη στον 3° και η τελευταία στον 2° αι. π.Χ. ΦΑΣΗ Ι: στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. κατασκευάζεται ένα απλό ισόγειο οικοδόμημα ανοιχτό στην πρόσοψη προς την ορχήστρα που έχει τη μορφή στοάς και απέχει από αυτήν περίπου 3 μ. Το οικοδόμημα αυτό έχει ορθογώνια κάτοψη και διαστάσεις 18 μ. χ 9 μ. Η είσοδος ανοιγόταν στο νότιο τοίχο. Η στέγη ήταν δίρριχτη και στηριζόταν σε έξι εσωτερικούς κίονες, εκ των οποίων οι δύο στα άκρα εφάπτονταν στους πλευρικούς τοίχους – ανατολικό και δυτικό – του οικοδομήματος. Στην ανοιχτή πρόσοψη υπήρχαν πέντε πεσσοί που δημιουργούσαν έξι ανοίγματα, στα οποία τοποθετούνταν μεγάλοι ζωγραφικοί πίνακες που χρησίμευαν ως φόντο για τις παραστάσεις. Στη φάση αυτή η σκηνή βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την ορχήστρα. ΦΑΣΗ II: στον 3° αι. π.Χ. η σκηνή γίνεται διώροφη και πλέον η σκηνική δράση πλην της ορχήστρας πιθανόν να λάμβανε χώρα και στον όροφο του σκηνικού οικοδομήματος. Η ισόγεια ανοιχτή προς την ορχήστρα πρόσοψη κλείνεται και νέα πεσσόσχημη κιονοστοιχία στηρίζει πλέον την οροφή του σκηνικού οικοδομήματος μπροστά από το οποίο παρουσιάζονταν τα θεατρικά έργα. Οι πεσσοί της κιονοστοιχίας αυτής είναι οκταγωνικής διατομής και στα ανοίγματα της τοποθετούνται μεγάλοι ζωγραφικοί πίνακες, όπως συνέβαινε στα αντίστοιχα ανοίγματα της πρόσοψης του σκηνικού οικοδομήματος της πρώτης φάσης. Η εσωτερική κιονοστοιχία αντικαθίσταται από τοίχο και δημιουργούνται δύο ορθογώνιοι χώροι μεταξύ των οποίων σχηματίζεται διάδρομος. Στην φάση αυτή, όπως και στην Φάση Ι, τα θεατρικά έργα παρουσιάζονταν ως επί το πλείστον στην ορχήστρα, επειδή η σκηνή ήταν μικρή.
ΦΑΣΗ III: στον 2° αι. π.Χ. κατασκευάζονται δύο επικλινείς διάδρομοι (ράμπες) που οδηγούσαν από τις παρόδους του θεάτρου (ανατολική και δυτική) στο χώρο των θεατρικών παραστάσεων, δηλαδή στο προσκήνιο του άνω ορόφου, ενώ ταυτόχρονα το σκηνικό οικοδόμημα αποκτά και παρασκήνια. Παράλληλα, ανακατασκευάζεται η πρόσοψη της παλιάς ισόγειας σκηνής στην οποία τοποθετήθηκαν δώδεκα (12) δωρικοί ημικίονες. Στη φάση αυτή οι θεατρικές παραστάσεις γίνονται αποκλειστικά στον πρώτο όροφο, ενώ ολόκληρο το σκηνικό οικοδόμημα βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από την ορχήστρα. Στην ίδια φάση χρονολογούνται και οι τιμητικές προεδρίες που τοποθετήθηκαν στο δάπεδο της ορχήστρας, η μεγάλη ορθογώνια βάση του αναθήματος μεταξύ ορχήστρας και δυτικής παρόδου, καθώς και η λίθινη κατασκευή σχήματος ζήτα πλησίον της εισόδου της ανατολικής παρόδου.
Σημειώσεις:
1 Τη δεκαετία του ’90 πραγματοποιήθηκαν ανασκαφή από τη ΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α. Πατρών δια τον προϊσταμένου της Δρ. Λ. Κολώνα με τη συμμετοχή του αρχιτέκτονα – αρχαιολόγου τον Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου Ε. –L. Schwandner, καθώς επίσης συστηματική επιφανειακή έρευνα της Στρατικής γης σε συνεργασία της ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. Πατρών, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου και των Πανεπιστημίων Munster και Heidelberg.
2 Το μνημείο ανασκάφτηκε τα έτη 1892-1913 και 1924 από Γάλλους αρχαιολόγους. Η σημαντικότερη μελέτη του ωστόσο δημοσιεύτηκε το 1925 από τον Αν. Ορλάνδο.
………………………………..
Από την έκδοση
Τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας
Εκδόσεις «Διάζωμα» Σειρά: Αρχαία Θέατρα
Λ. Κολώνας, Μ. Σταυροπούλου – Γάτση, Γ. Σταμάτης
Τα αρχαία θέατρα στην Αιτωλοακαρνανία
Σελιδοποίηση: Κ. Τσιρίκος
Παραγωγή arte creative team
Επιμέλεια Έκδοσης Χ.Γ. Λάζος
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009-12-10
Copyright © 2009
Διάζωμα Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας
ΛΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α.