Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λόγιους του Νεοελληνικού διαφωτισμού. Εντάσσεται στη δεύτερη γενιά των εκπροσώπων του Ελληνικού Διαφωτισμού μαζί με τον Ιώσηπο Μοισιόδαπα και το Δημήτριο Καταρτζή και ήταν ο μοναδικός συστηματικός φιλόσοφος του 18ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1733 στο χωριό Μπαμπίνη Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός από μητέρα και προσβλήθηκε από ευλογιά, που του στοίχισε το αριστερό του μάτι και του άφησε αρκετά σημάδια στο πρόσωπο σε βαθμό που η όψη του έμοιαζε αποκρουστική. Ο πατέρας του, Στάθης, ήταν κλέφτης από την περιοχή του Ολύμπου . Το 1740 ενεπλάκη σε αιματηρό επεισόδιο με Τούρκους και αναγκάστηκε να φύγει ξανά για τον Όλυμπο, παίρνοντας μαζί του και τον μικρό Χριστόδουλο. Σύντομα όμως συνελήφθη από τους Τούρκους και γδάρθηκε ζωντανός. Κάποιος συχωριανός του, τον περιμαζεψε , όμως ο Χριστόδουλος αφού παρακολούθησε το σχολείο στο Λιτόχωρο και κατόπιν στη Ραψάνη έφυγε για το Άγιο Όρος, όπου γράφτηκε στην Αθωνιάδα Ακαδημία. Εκεί είχε δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη και διακρίθηκε στα μαθηματικά. Κατά τη φοίτησή του έλαβε και το μοναχικό σχήμα, χωρίς να αλλάξει το βαφτιστικό του όνομα. Ως δραστήριος, ανήσυχος και φιλομαθής που ήταν, μπλέχτηκε στις εσωτερικές διαμάχες των Κολλυβάδων του Αγίου Όρους που ξέσπασαν το 1756.Έτσι γνώρισε τις λυσσαλέες επιθέσεις του συντηρητικού κατεστημένου του κλήρου και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χερσόνησο του Αγίου Όρους. Έφυγε για την Ευρώπη μάλλον το 1759. Αρχικά τον βρίσκουμε στη Βενετία, όπου παράλληλα με τις σπουδές του εργάζονταν σαν καθηγητής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια επισκέφτηκε τη Γαλλία και το Παρίσι, άγνωστο για πόσο διάστημα. Εκεί συνέγραψε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Η αληθής πολιτική». Στο έργο αυτό γράφει για τη Χριστιανική θρησκεία: «Η εδική μας θρησκεία είναι σεβάσμιος για την αρχαιότητά της, καθαρά για τα ήθη της, υψηλή δια τα μυστήριά της και θεία δια την ιδίαν αυτής αρχή». Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου και εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος στην εκεί ελληνική παροικία. Παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Το 1786 εξέδωσε στη Βιέννη το φιλοσοφικό σύγγραμμά του με τον τίτλο «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και Θείων». ( το εργό αυτό μπορείτε να το διαβάσετε εδώ )Στο έργο του αυτό παρουσιάζει τις φιλοσοφικές θέσεις δυτικών διανοητών, όπως του Gassendi και του Descartes. Στη συνέχεια βρέθηκε στη Λειψία της Σαξονίας, όπου συνέχισε να ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και με τη διδασκαλία. Πέθανε σε νοσοκομείο της Λειψίας τον Αύγουστο του 1793. Η κηδεία του έγινε στις 4 Αυγούστου από τον ορθόδοξο ναό της πόλης. Ωστόσο, το γεγονός ότι το έργο του περιείχε επιχειρήματα της νεότερης μεταφυσικής για την ύπαρξη του Θεού και επιχειρούσε να κριτικάρει τη θρησκεία, είχε ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όμως ο Παμπλέκης δεν ήταν άθεος, αλλά θεϊστής και επηρεασμένος άμεσα από τον Καρτέσιο, το Λάιμπιντς και το Λόκ ή το Βόλφ και κανείς από αυτούς τους φιλοσόφους δεν ήταν άθεος. Ο σκοπός του Χριστόδουλου, όπως και του Διαφωτισμού, δεν ήταν η κατάλυση της Εκκλησίας, αλλά η επαναφορά της στην αξιοπρέπεια με την αναβίωση του αυθεντικού νοήματος του χριστιανισμού. Εκεί εντάσσεται και η πολεμική του ενάντια σε μια μερίδα του κλήρου. Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Ευγένιος Βούλγαρης καταδίκασε το έργο του άλλοτε μαθητή του ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δύστηνων βιβλιαρίων». Λίγο πριν το θάνατό του, στις αρχές του 1793, κυκλοφόρησε μια υβριστική σάτιρα εναντίον του, με τον τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας». Ως απάντηση, οι μαθητές του δημοσίευσαν, μετά το θάνατό του, το έργο «Περί Θεοκρατίας», το οποίο ήταν ένα βιαιότατο αντικληρικό κείμενο που απέρριπτε στη βάση της τη χριστιανική θρησκεία, καταδικάζοντας ως ιδιοτελή τη συμπεριφορά των λειτουργών της.Ωστόσο ο ίδιος είχε προλάβει λίγο πριν το θάνατό του να απαντήσει από την Λειψία στο δεσπότη του Πλαταμώνα Διονύσιο: “…κάτω εις την αμπελικήν του μοναστηρίου, όχι μόνον έτρωγες και έπινες, ουδέ μόνον ετραγώδεις και εχόρευες με τας λύρας, αλλά και σαρίκι γυναικείον έβανες εις την κεφαλήν σου, και πιστολιαίς έριπτες περιπατών με τους πόδας γυμνούς έως τα γόνατα….οι καλόγκαιροι εφώναζον και σας πουτ…του σχολείου…….οι καλόγκαιροι εφώναζον και ημάς τους ιδίους πουτ…και πούσ…, το οποίον ημείς δεν το καταδεχόμεθα……Διά τούτο εδιώχθην κύριε Ντελή Δήμο (δια να μην είπω άγιε απόστολε) και όχι μόνον εγώ….όσοι δεν ευχαριστούντο εις τας ασελγείας, ακολασίας….” (Ι.Μοισιόδακος “Απολογία”, επιμ. Ά.Αγγέλου, σ.οθ΄).
Το έργο «Περί Θεοκρατίας» που δημοσίευσαν οι μαθητές του αυτό προκάλεσε την οργή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με αποτέλεσμα τον μετά θάνατον αφορισμό του από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄ στις 12 Νοεμβρίου του 1793. Μάλιστα το κείμενο του αφορισμού, αναθεμάτιζε εκτός από τον συγγραφέα, τους πιθανούς αναγνώστες του, αλλά και τον ιερέα που έψαλλε στη νεκρώσιμη ακολουθία του Παμπλέκη. Αυτό ήταν το ιερατείο της εποχής , οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι υπηρετούσαν το Θεό της αγάπης, αφόριζαν και καταριόνταν κάθε κριτική φωνή. Ως φιλόσοφος ο Παμπλέκης δέχεται την ενότητα του κόσμου να εναντιώνεται στο μύθο. Καταδικάζει την αυθεντία και τη δεισιδαιμονία και κηρύσσει την πίστη του στον ορθό λόγο και την ελευθερία του πνεύματος. Απορρίπτει τον πανθεϊσμό του Spinoza και την αθεΐα του Holbach. Ο χαρακτηρισμός του, ως οπαδός του Spinoza, ήταν μια πρόχειρη ετικέτα που του κόλλησαν οι διώκτες του, για να στηρίξουν τον λυσσαλέο πόλεμό τους. Ο Παμπλέκης κάνει στροφή προς τη Σωκρατική αυτογνωσία και αυτό ήταν που προκάλεσε την αντίδραση των εχθρών του, δίδοντάς τους και το πρόσχημα να ξεκαθαρίσουν μαζί του τους λογαριασμούς τους. Ο Παμπλέκης δέχεται δύο είδη θεότητας: την υπερφυσική, που έχει ως πηγή μόνο τη Θεία Αποκάλυψη και τη φυσική, τη γνώση της οποίας αποκτούμαι με τα φυσικά φώτα του νου μας και παράλληλα την καλλιεργούμε με την επιστήμη. Η Θεία Αποκάλυψη εμφανίστηκε πριν από τη φιλοσοφία, οι ιδέες της όμως μπορούν να επιβεβαιωθούν και με το λόγο, ο οποίος είναι αυτάρκης και αυτόνομος. Η αυτονομία του είναι το βασικό γνώρισμα του. Ο Παμπλέκης, λοιπόν, απέχει πολύ από την αισθησιοκρατία και ζητάει να στηρίξει τη Θεία Αποκάλυψη με το φιλοσοφικό λόγο. Δε δέχεται την εκκλησιαστική, τουλάχιστον, εκδοχή της θρησκείας και καταδίκασε τις απόψεις του Πυρρωνισμού ως διαλυτικές για την κοινωνική ζωή. Ο Ακαρνάνας φιλόσοφος προσεγγίζει, με ένα δικό του απλοποιημένο τρόπο, την εκδοχή του πανθεϊστικού δεϊσμού. Ένα δεϊσμό που δέχεται το Θεό ως αρχιτέκτονα, όχι όμως κυβερνήτη του κόσμου και έναν πανθεϊσμό που ταυτίζει Θεό και Κόσμο. Την Εκκλησία τη θεωρεί ανθρώπινο κατασκεύασμα και όχι δημιούργημα του Θεού. Ένα κατασκεύασμα που έγινε για να βασιλεύουν οι άγιοι και να γίνονται βασιλείς βασιλέων. Βασιλείς θεάνθρωποι και μόνο αυτοί να κάθονται στο θρόνο του Θεού. Ο Χριστόδουλος στο Περί Φιλοσόφου αρχίζει με την υπεράσπιση των απόψεων του Διαφωτισμού εξαίρωντας το Βολταίρο και το Ρουσσώ και κατηγορεί αυτούς που κατακρίνουν τα συγγράμματά τους, ενώ δεν αξιώθηκαν ούτε να τα διαβάσουν και ότι τους πολεμούν μόνο από άγνοια. Στη συνέχεια κάνει μία βίαιη και αθυρόστομη κριτική στον ορθόδοξο κλήρο και φτάνει μέχρι την συνολική και κατηγορηματική απόρριψη των βασικών δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας. Όμως, στο τέλος φτάνει στην παραδοχή του Θεού ως άπειρης ουσίας, θεωρώντας την ύπαρξή του αναγκαία.Αν και προσγράφεται στο κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Παμπλέκης αποτελεί την περίπτωση εκείνου του λόγιου που δεν πείθεται ακολουθήσει δρόμους συμβιβασμού. Το τίμημα το πληρώνει αενάως.