Αγρίνιο, 1 Δεκεμβρίου 2011
Τί ωραίο όνειρο σκέφτομαι…!!! Περνούσα, λέει, μέσα από κάτι πόρτες και άλλαζα εποχές. Με ένα βήμα, βρισκόμουν σε σπίτι με λάμπα πετρελαίου ενώ το επόμενο πέρασμα με έφερνε πίσω στον ηλεκτρισμό και την μιζέρια της υπερβολικής έκθεσης στο φως…
Ήταν από τα όνειρα που δεν θυμάσαι το πρωί σαν σηκωθείς, μα τώρα εδώ που χαζεύω αυτό το κύριο απέναντι μου να βάζει δίσκους στο πικ-απ, μου ήρθε πως κάπως το είχα ονειρευτεί.
Βουλιάζω στον βελούδινο καναπέ του και τον χαζεύω να διαλέγει μουσική. Ευγενικά μας ρωτά για τις προτιμήσεις μας μα η αλήθεια είναι πως δεν έχει και τόσο σημασία. Τώρα απλά ανυπομονώ να ακούσω αυτό το χαρακτηριστικό ήχο που κάνει στην αρχή ο δίσκος πριν αρχίσει η μελωδία. Ένα γλυκό γραντζούνισμα.
Μας προσφέρει χαμομήλι με μέλι σε άσπρο πορσελάνινο φλυτζάνι. Τί αντίθεση που κάνει στο κατακόκκινο βελούδινο στρωμένο τραπεζομάντηλο! Λίγο πιο πέρα επιχρυσομένος καθρέφτης πάνω από ένα βαρύ καλολουστραρισμένο ξύλινο μπουφέ. Φωτογραφίες παντού. Μα μια είναι που κλέβει την προσοχή μου σε τακτά χρονικά διαστήματα σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μου. Αψεγάδιαστο πρόσωπο, αριστοκρατική ομορφιά σε ασπρόμαυρη φωτογραφία ( όταν η εικόνα είναι τόσο δυνατή, τα χρώματα είναι πάντα περιττά).
– Η μάνα μου. Στην αρχή οι άνθρωποι είναι ωραίοι,μετά…,λέει. Και διακρίνω το συμβιβασμό αλλά και την αιώνια πάλη ενός αθρώπου που αγαπάει τη ζωή με το χρόνο.
Ένα κιτρινιασμένο άλμπουμ φωτογραφιών πάνω στο τραπέζι σου φωνάζει να προσέξεις το αρχοντικό σπίτι πρίν γίνει πολυκατοικία. Τώρα πια χρειάζεσαι ασανσέρ για να περάσεις το κατώφλι αυτού του σπιτιού μα πεισματικά κρατά κάτι από τα παλιά στο εσωτερικό του. Και ενώ νιώθω ακόμη ζεστό το χέρι μου από την σύντομη χειραψία μας, μια μελωδία από Claudio Villa, Casa mia του φέρνει δάκρυα στα μάτια καθώς μας μεταφράζει ένα στίχο στα ελληνικά.
‘Μην γκρεμίζετε αυτό το σπίτι,εκεί υπήρξε η μητέρα μου’. Και νιώθω ένα δέος μπροστά στον άνθρωπο που ζει από τις αναμνήσεις του και που τις μοιράζεται με μιαν αληθινή συγκίνηση.
Μια ευγένεια ψυχής και μια καρδιά μικρού παιδιού μου κάνει πιο κατανοητή την ανάγκη του και την προσκολλησή του στο παρελθόν. Μα ας κοιτάξω λίγο πιο καλά γύρω μου…
Το σπίτι γεμάτο από φωνές νέων και όνειρα που τα μοιράζονται μαζί του. Και αυτός εκεί, συμμετέχει, συμμερίζεται, ενθουσιάζεται σαν να ήτανε δικά του.
Ξάφνου, ένας αδερφός θορυβώδης και αλλιώτικος μπαίνει στο σπίτι. Προβληματίζομαι σχετικά με το πως μπορεί να είναι αδέρφια. Μα η κίνηση του να χαιρετήσει πρώτα τη ‘δεσποινίς’, μου απομακρύνει κάθε αμφιβολία. Δεν μιλάω πολύ…Παρατηρώ τα πάντα.
‘’Μια ελία και ένα κρεμμύδι
Βάσανα που έχει η αγάπη μας…’’ λέει και γελάει δυνατά κάνοντας αισθητή την παρουσία του.
Χαμογελάω κρυφά, σκεπτόμενη πως θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει ‘’λα’ι’κό’’ άνθρωπο σε σχέση με τον σπουδασμένο αριστοκρατικό αδερφό του. Μα εγώ σκέφτομαι πως είναι αυτός ο άνρωπος που φωνάζει την γυναίκα του ‘Κυρά’ μα της ανοίγει την πόρτα για να μπει στο αυτοκίνητο…
Πρέπει να φύγω, να ανοίξω την πόρτα και να βρεθώ ξανά στην μιζέρια του υπερβολικού φωτός. Φώτα, αυτοκίνητα, φασαρία για το τίποτα. Θα αρνηθώ το ασανσέρ και θα κατέβω με τις σκάλες…όπως έγινε και όταν ανέβηκα.
Αρετή Σ.