Του Νίκου Ναούμη
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα για την αναπηρία που τιμάται την 3η Δεκεμβρίου, αποφάσισα να σας διηγηθώ μια ιστορία! Στο σύνολο της, βασίζεται σε στοιχεία μυθοπλασίας. Όμως, δεν αποκλείεται να είναι και αληθινή…! Θέλω μ’ αυτή να σας δώσω να καταλάβετε, ότι σ’ αυτή την ζωή, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τα πάντα δεδομένα. Είμαστε ως εκ τούτου υποχρεωμένοι να δίνουμε τον καλύτερο μας εαυτό, τόσο απέναντι σ’ αυτούς που μας έχουν πραγματική ανάγκη, όσο και σ’ εκείνους που δεν χρειάζονται κάτι τέτοιο.
Όλα έμοιαζαν να κυλάνε όμορφα και ήρεμα στην ζωή του εικοσιπεντάχρονου Βαγγέλη Πετρόπουλου. Μοναχοπαίδι της οικογένειας του Στάθη και της Βάσως δημοσίων υπαλλήλων από την Πάτρα. Ο πατέρας του δούλευε ως θυρωρός στο υπουργείο Εσωτερικών και η μάνα του, καθαρίστρια στον Ευαγγελισμό. Έμεναν σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα εκατό τετραγωνικών στο Μαρούσι και, τα έφερναν βόλτα πολύ καλά. Ο Βαγγέλης, καμάρωνε για τους γονείς του και τους αγαπούσε. Εκείνοι, τον λάτρευαν. Ήταν όλη τους η ζωή. Το καμάρι τους. Ήταν πολύ περήφανοι για τον γιο τους ο Στάθης και η Βάσω. Γιατί, τι άλλο θα περίμενε ένας γονιός από το παιδί τους; Τους αγαπούσε τους σεβόταν και, ποτέ δεν τους είχε απογοητεύσει. Ήταν σίγουροι και περήφανοι γι’ αυτόν.
Τον Ιούνιο του 2000, έγιναν οι πιο ευτυχισμένοι γονείς του κόσμου! Καθισμένοι στις πρώτες σειρές του αμφιθεάτρου της Ιατρικής σχολής Αθηνών, δάκρυσαν βλέποντας το βλαστάρι τους να δίνει τον όρκο στον Ιπποκράτη. Εκείνο το καλοκαίρι, ο Βαγγέλης τους, ορκίστηκε γιατρός! Και να τα τραπεζώματα η κυρά Βάσω, σε συγγενείς και φίλους της οικογένειας. Να τα κεράσματα ο Στάθης, στα καφενεία του Αμαρουσίου! Ήταν ευτυχισμένοι και το έδειχναν. Δεν είναι και λίγο πράγμα για δυο επαρχιώτες, απόφοιτους δημοτικού παρακαλώ, να βγάλουν γιο επιστήμονα. Χαλί έγιναν να τους πατήσεις. Προβληματίστηκαν πολύ όμως… Δεν ήξεραν τι δώρο να του κάνουν. Απ’ την δύσκολη θέση τους έβγαλε ο ίδιος ο Βαγγέλης! Τους ζήτησε για δώρο, μια μηχανή. Δεν είμαι πια μικρό και άμυαλο παιδί όπως μου λέγατε στα δεκαεφτά. Έχω γίνει εικοσιπέντε και όσο και να’ ναι, έχω αποδείξει πως και έξυπνος και λογικός είμαι, επιχειρηματολογούσε ο Βαγγέλης. Η αλήθεια είναι πως δεν κουράστηκε ιδιαίτερα να τους πείσει. Παρέα με τους γονείς του, πήγαν στην αντιπροσωπεία γνωστής ιαπωνικής εταιρείας μοτοσικλετών επί της λεωφόρου Μεσογείων. Αντί για ένα απλό παπάκι που είχε ζητήσει ο Βαγγέλης, βρέθηκε να καβαλάει μια μηχανή 250 κυβικών, μαύρου χρώματος με ασημένιες πινελιές. Σωστή κούκλα!
Ο Αύγουστος εκείνο το καλοκαίρι έφτασε. Μήνας διακοπών. Ύστερα από τόσα διαβάσματα και θυσίες, έφτασε η δική του ώρα να ξεσαλώσει, να το ρίξει έξω όσο τραβάει η ψυχή του. Είχε πραγματική ανάγκη να ζήσει για μια – δυο βδομάδες εκτός προγράμματος και βιβλίων. Άλλωστε, ο χειμώνας που θα ερχόταν, είχε ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις. Θα έκανε την ειδικότητα του. Ακόμα, δεν είχε αποφασίσει ποια θα’ ταν αυτή. Ίσως, η καρδιολογία. Δεν απέκλειε βέβαια και την οφθαλμολογία… Κάθε πράγμα στον καιρό του… Τώρα διακοπές!
Καβάλησε λοιπόν την μηχανή του, φόρτωσε σ’ αυτήν τα απολύτως απαραίτητα, κάθισε στο πίσω κάθισμα και τον έρωτά του τον αγιάτρευτο, την κατά δύο χρόνια μικρότερή του Λένα, απόφοιτο της Νομικής και, ραντεβού στο πλοίο για την Κρήτη! Πρώτη φορά θα πήγαιναν μαζί κάπου για τόσες πολλές μέρες. Ήταν ερωτευμένοι και συμπλήρωναν φέτος πέντε χρόνια μαζί. Ο έρωτάς τους, ήταν γνωστός για το πάθος τους στον φοιτητόκοσμο όλης της Αθήνας. Βλέπετε, ήταν και οι δυο τους, ότι πιο όμορφο θα μπορούσε ο μεγαλοδύναμος να πλάσει σε αρσενικό και θηλυκό. Μαζί συνέθεταν ο ένας δίπλα στον άλλο, το τέλειο ζευγάρι, τόσο από άποψη ομορφιάς, όσο κι από άποψη εξυπνάδας. Κύλισε με λίγα λόγια ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι του!
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα στο μικρό ξενοδοχείο του Πλατανιά στα Χανιά. Μπάνιο στα καταγάλανα νερά του Κρητικού πελάγους, φαγητό σε γραφικά ταβερνάκια, ποτό σε γνωστά beach bars της περιοχής και φυσικά, έντονες στιγμές έρωτα και πάθους. Δεν έλειπαν βέβαια και οι κοντινές αποδράσεις με την μηχανή τους. Είχαν ήδη συμπληρώσει δέκα μέρες στο νησί. Κάποιοι φίλοι, ντόπιοι, γνωστοί των παιδιών απ’ την Αθήνα, τους κάλεσαν να πάνε σ’ έναν γάμο όλοι μαζί, σ’ ένα χωριό λίγο έξω απ’ το Ρέθυμνο. Ευκαιρία ήταν, είπε στον Βαγγέλη με νάζι η Λένα… Να πάρουμε και ιδέες για τον δικό μας γάμο! Πρόταση γάμου μου κάνεις δηλαδή αν καταλαβαίνω σωστά, την ρώτησε ξεκαρδισμένος στα γέλια ο Βαγγέλης. Εγώ, δεν είπα τίποτα… του απάντησε αθώα εκείνη! Η πρόταση γάμου, είναι δική σου δουλειά, εγώ είμαι παραδοσιακή γυναίκα…
Πέρασαν υπέροχα εκείνο το βράδυ. Γλέντησαν με την καρδιά τους, έφαγαν του σκασμού, ήπιαν αρκετά… Ποιος δεν περνάει καλά δηλαδή σ’ έναν παραδοσιακό γάμο στην Κρήτη;
Ξημέρωνε! Οι δυο νέοι, πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο τους στον Πλατανιά. Ήταν κουρασμένοι μα χορτάτοι απ’ την εμπειρία που έζησαν στο Ρέθυμνο. Ο Βαγγέλης, με πλήρη επίγνωση της κατάστασής τους, οδηγούσε αργά και προσεκτικά. Το κακό όμως, δεν άργησε να συμβεί… Σε μια απότομη στροφή, η μηχανή του Βαγγέλη, συγκρούστηκε μ’ ένα αυτοκίνητο που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση και πήρε την στροφή με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη. Το ζευγάρι τινάχτηκε δεκάδες μέτρα απ’ το σημείο. Ευτυχώς, υπήρχε αρκετή κίνηση δεδομένης της ώρας και ειδοποιήθηκαν αστυνομία και ασθενοφόρα, τα οποία κι έφτασαν σχετικά γρήγορα. Όλοι οι τραυματίες, μεταφέρθηκαν στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ηρακλείου που εφημέρευε εκείνο το βράδυ. Μπήκαν όλοι αμέσως στο χειρουργείο. Πέντε τραυματίες. Ο Βαγγέλης, η Λένα κι ένα ζευγάρι Βρετανών μαζί με την έφηβη κόρη τους, οι επιβάτες του αυτοκινήτου που ενεπλάκη στο ατύχημα, που επίσης απολάμβαναν τις διακοπές τους στο νησί. Αφού το χειρουργείο τελείωσε, οι γιατροί έκριναν, ότι οι δύο νέοι έπρεπε επειγόντως να μεταφερθούν στην Αθήνα. Τα μέσα που διέθεταν στο νησί, δεν τους επέτρεπαν να κρατήσουν τους δύο νέους, δεδομένου της κρίσιμης κατάστασης που βρισκόντουσαν. Μεταφέρθηκαν με ελικόπτερου την ίδια μέρα στην Αθήνα, παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Τα μαντάτα έφτασαν γρήγορα στο σπίτι των Πετροπουλαίων στο Μαρούσι. Με όσα κουράγια τους είχαν απομείνει, έτρεξαν δίπλα στο βλαστάρι τους. Ήρθαν και οι γονείς της Λένας. Η διάγνωση των γιατρών, δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης. Η Λένα, ίσως είχε τις λιγότερες επιπλοκές. Θα ξεπερνούσε γρήγορα τα πολλά της τραύματα. Όμως, το αριστερό της πόδι, θα την ταλαιπωρούσε. Με τις κατάλληλες θεραπείες, ίσως απέτρεπαν την μόνιμη αναπηρία του. Ο Βαγγέλης, θα έχανε για πάντα την όρασή του. Αυτό, δεν επιδεχόταν καμίας απολύτως παρερμηνείας.
Δύο χρόνια μετά, ο Βαγγέλης Πετρόπουλος, βρήκε δουλειά ως τηλεφωνητής, στον Ευαγγελισμό. Είχε μόλις τελειώσει την διετή εκπαίδευσή του, στον οίκο τυφλών της Καλλιθέας. Έμαθε γραφή Μπρέϊγ, μια ειδική γραφή, που την χρησιμοποιούν όσοι στερούνται το πολύτιμο αγαθό της όρασης. Έμαθε να περπατάει κιόλας, με την βοήθεια ενός λευκού μπαστουνιού, που του δίνει μιας κάποιας μορφής αυτονομία. Παράτησε την Ιατρική, γιατί στην Ελλάδα ένας τυφλός, η πολιτεία έχει κρίνει, ότι για το μόνο που είναι ικανός να προσφέρει έργο, είναι σηκώνοντας ένα τηλέφωνο και τίποτα άλλο. Δουλειά στον ιδιωτικό τομέα; Ούτε λόγος. Οι Έλληνες που δραστηριοποιούνται κι επιχειρούν σ’ αυτόν, κρίνουν προφανώς, ότι το να προσλάβουν κάποιον ανάπηρο στην δούλεψή τους, τους αφαιρεί κύρος. Έμαθε και υπολογιστές ο Βαγγέλης. Την ίδια στιγμή που βλέποντες συνομήλικοί του, δεν ξέρουν τι είναι ο υπολογιστής. Δεν βαριέσαι όμως… Ψιλά γράμματα.
Σήμερα, ο Βαγγέλης Πετρόπουλος, στα τριάντα έξι του χρόνια, εξακολουθεί να δουλεύει στον Ευαγγελισμό ως τηλεφωνητής. Ευτυχώς, ο περίφημος νόμος της εφεδρείας που η κυβέρνηση εφαρμόζει κατ’ εντολήν των δανειστών της χώρας, δεν τον αγγίζει. Όμως, κάποιες ελάχιστες παροχές, όπως το αναπηρικό του προνοιακό επίδομα μάλλον θα κοπεί. Δεν αποτέλεσε εξαίρεση, ούτε το μεγάλο ψαλίδισμα του μισθού του που επέβαλε η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, σε όλους τους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα. Τι κι αν οι ανάγκες του Βαγγέλη, δεν είναι οι ίδιες με αυτές του καλού του φίλου και συναδέλφου του Τάσου. Λεπτομέρειες. Η αναλγησία μιας χούφτας ανίκανων, τσουβάλιασε τους πάντες στην Ελλάς του 2011 των μνημονίων και της κατάθλιψης.
Υπάρχει κι ένα ευχάριστο στην όλη ιστορία! Ο Βαγγέλης, το καλοκαίρι θα παντρευτεί! Όχι βέβαια με την Λένα. Το ζευγάρι, έκανε φιλότιμες προσπάθειες να είναι μαζί. Κάτι όμως, είχε μπει ανάμεσά τους και απομάκρυνε τον ένα απ’ τον άλλο πολύ γρήγορα. Ήρθε κι εκείνη η μετάθεση που ο στρατιωτικός πατέρας της Λένας επιθυμούσε διακαώς, για την ιδιαίτερη πατρίδα του την Θεσσαλονίκη κι όλα τέλειωσαν κάπου εκεί. Ο Βαγγέλης, θα παντρευτεί με μια κοπέλα απ’ το χωριό του που δουλεύει ως νοσοκόμα στο ίδιο νοσοκομείο μ’ εκείνον, την Χριστίνα.
Οι γονείς του, από εκείνο το καλοκαίρι γέρασαν απότομα. Άσπρισαν τα μαλλιά τους. Τους πήρε πολύ καιρό να το χωνέψουν. Τώρα είναι κάπως καλύτερα. Συνταξιούχοι κι οι δύο, κάνουν τα πάντα για να μην λείψει τίποτα στο καμάρι τους. Έχουν ηρεμήσει πολύ απ’ την στιγμή που γνώρισαν την μέλλουσα νύφη τους. Είναι πλέον σίγουροι, πως ο γιος τους, θα’ χει κάπου ν’ ακουμπήσει, όταν αυτοί αφήσουν τον μάταιο τούτο κόσμο.