Της Αντιγόνη Κατσαδήμα
Ένας αναγνώστης που ξεφυλλίζει το Καθώς Ψυχορραγώ, του Ουΐλλιαμ Φώκνερ, αποχωρίζεται σταδιακά τη μοναξιά του. Διεισδύει στον κόσμο μιας αλλοτινής και σκληροτράχηλης υπαίθρου και δεσμεύεται σε αυτόν. -Επ’ ευκαιρία: ας σημειωθεί ότι, το κείμενο γράφτηκε το 1929 και μάλιστα μέσα σε 42 ημέρες μόνο. Κατά συνέπεια, με αφορμή την εντύπωση του συγγραφέα για την ύπαιθρο, ο αναγνώστης καλείται να εμπλουτίσει την δική του ιδέα περί υπαίθρου, υπό όποιους όρους, φιλοσοφικούς ή/και αισθητικούς-, προσλαμβάνοντας το νόημά της. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ο αναγνώστης παρατηρεί την αναδοχή, από το ένα αφηγηματικό «εγώ» στο άλλο, μέσα από αυτήν τη διαδοχικά σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση, του ανάδοχου άλλου ως διάδοχου «εγώ», ο στόχος του συγγραφέα αρχίζει και διακρίνεται. Και στόχος είναι, συνειδητά και συνεκτικά να διαφανεί ότι, η διάρκεια της κατάστασης, όπως εκφράζεται απλά και λιτά, με τις δύο λέξεις «καθώς ψυχορραγώ», δεν αφορά αποκλειστικά στο προφανές και στη νεκρή μάνα της λογοτεχνικής ιστορίας. Δεν περιορίζεται στο τετελεσμένο. Εκ των πραγμάτων και εκ της ίδιας της γραφής, προκύπτει ότι, η ρηματική κατασκευή είναι αντιπροσωπευτική για την κατάσταση του «ομιλούντος» Ουΐλλιαμ Φώκνερ. Ενώ ο ορίζοντας της προσδοκίας εξυφαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του κειμένου, από την αρχή έως το τέλος, και η ρεαλιστική πρόθεση για το επικείμενο γεγονός της ταφής της νεκρής εκδιπλώνεται μέσα από τις αφηγήσεις των κεντρικών προσώπων της οικογένειας, βάσει των οποίων οι ανθρώπινες σχέσεις της κοινότητας και της υπαίθρου αποκτούν αντικειμενική υπόσταση, διαπιστώνεται ότι η μαγεία και η δύναμη του κειμένου συνίστανται αμφότερες στο συγκείμενο ή υπερκείμενο ταξίδι της γλώσσας. Μαγεία και δύναμη συνυφαίνονται σε μία πηγή…σε μια τοτεμική, θαρρείς, δύναμη : στην εμπειρία της γλώσσας.
Καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο λογοτεχνικό σύστημα και πολιτισμικό πλαίσιο τροφοδοτούνται, το ένα από το άλλο, η πηγαία, ειλικρινής και αυθεντική γλώσσα του κειμένου, την απόδοση του οποίου –αντί μιας σκέτης μετάφρασης- ο Μένης Κουμανταρέας επιμελήθηκε με τη δική του «λαλιά» και αίσθηση, καθηλώνει. Κυρίως, επειδή, για να αποτιμηθεί το έργο του Φώκνερ, ή όποιου συγγραφέα, και κριτήρια εξωλογοτεχνικά λαμβάνονται υπόψη. Αυτό σημαίνει ότι, η αίσθηση για τη ντοπιολαλιά της υπαίθρου, εκφρασμένη μέσα από αναφορές όπως «δεν φελά» ή «τον τηρά» λειτουργεί ως το «οξυγόνο» του κειμένου. Συνάμα, αυτή η απροσποίητη λογοτεχνικότητα αποθεώνει τη βαθιά φιλοσοφική απολογία του συγγραφέα, σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν, για παράδειγμα, αναφέρεται: «και σαν που έχεις αδειάσει για ύπνο, δεν είσαι πια. Και σα γεμίσεις με ύπνο, δεν υπήρξες ποτέ»…
Αν και το κεντρικό θέμα του Φώκνερ, που περιγράφεται ως η προσπάθεια του πρώην συζύγου και νυν χήρου καθώς και των πέντε παιδιών, να θάψουν τη νεκρή μητέρα τους, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ιστορία συμβατική, εν τούτοις το οδοιπορικό του θανάτου και της περιπέτειας της ψυχής ξεσκεπάζει όχι μόνο τα μυστικά της οικογένειας, τις θρησκοληψίες της ευρύτερης κοινότητας και τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και φωτίζει τη σχέση του γραπτού-και του συγγραφέα- με τα αντικείμενα αναφοράς του: με τα μυστικά, τις θρησκοληψίες, τις ανθρώπινες σχέσεις. Άρα, λοιπόν, ο Φώκνερ δεν διατείνεται ότι γνωρίζει. Απλώς εκθέτει τα γεγονότα. Και εξυπακούεται, ότι σταδιακά αυτή η γραπτή έκθεση εγκιβωτίζει μια μαγεία. Είναι η υπενθύμιση ότι χωρίς τη λογοτεχνία δεν θα είχαμε τόση ανάγκη από αυτό το «Καθώς»… Καθώς ψυχορραγώ.
Συμπερασματικά, αποκομίζουμε από την ιστορία την αίσθηση ότι η νεκρή συμβολίζει το επέκεινα, το μυστήριο, τον επαναπατρισμό. Το ταξίδι προς τα παλιά πάτρια εδάφη σε χορό θανάτου, λίγο προτού η μάνα-πυρήνας της οικογένειας ξεψυχήσει, και η αντιμετώπισή του από το Φώκνερ, φέρνει στο νου έθιμα μακρινών λαών, – εν προκειμένω, των ιθαγενών Tiwi της Αυστραλίας-. Σύμφωνα με τον Λεβί-Στρως, στους tiwi, η έγκυος γυναίκα αντιμετωπιζόταν ως φορέας ιερών, μυστικών δυνάμεων, που είχε στενές επαφές με τον κόσμο των πνευμάτων. Ζούσε, για τα άλλα μέλη της φυλής, ως αν ήταν νεκρή και δίχως να ανήκει στον κόσμο της συζυγικής πραγματικότητας, ως εγκυμονούσα. Γι’ αυτό και η «νεκρή σαν» μπορούσε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, δώρο στο σύζυγο και άντρα της. Αντίστοιχα, οπότε, με τα έθιμα των ιθαγενών της Αυστραλίας, βλέπουμε ότι η γραφή του Φώκνερ δίνει το έναυσμα, η ιδέα της μητρότητας και το σύμβολο της μάνας να αντιμετωπίζονται μέσα από μια ευρύτερα καθολική διάσταση, πέραν της αμιγώς ψυχικής και ψυχολογικής ανάλυσης. Η μάνα-ψάρι και η μάνα-άλογο δεν είναι παρά εκφάνσεις της ίδιας γυναίκας και της συμπαντικής δύναμής της. Αυτό και μόνο είναι σαφής υπαινιγμός για τη μητριαρχική οργάνωση της συγκεκριμένης κοινωνίας αλλά είναι και βασικό στοιχείο-κλειδί που συνδέει τις δύο εικόνες: τη φύση (ύπαιθρο) με την αναπαραγωγή και την αναγέννηση (γυναίκα). Το γεγονός, ωστόσο, ότι και η νεκρή μιλά, εν καιρώ, για τα καθέκαστα, εντάσσεται στο πλαίσιο της έκθεσης του συγγραφέα, στόχος του οποίου είναι να εξαλείψει κάθε ίχνος εξωραϊσμού των προσώπων του.
Ουΐλλιαμ Φώκνερ, Καθώς Ψυχορραγώ, μτφρ. Μένη Κουμανταρέα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2011
Ξένη Πεζογραφία: Επανέκδοση.
ISBN 978-960-04-4215-1, σελ. 304, τιμή: 16€
Μετάφραση: Μένης Κουμανταρέα
Εκδόσεις Κέδρος: Δεκέμβριος 2011