Tης Αντιγόνης Κατσαδήμα
Για Το Λιμάνι της Χάβρης του Φινλανδού Άκι Καουρισμάκι, ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ δήλωσε ότι εντυπωσιάστηκε και γι’ αυτό τη λάτρεψε. Ανθρωπιά, σκοτεινό χιούμορ, οδυνηρά αστεία. Όλα αυτά τα γνωρίσματα της ταινίας έρχονται και συνθέτουν ένα πρόσωπο αληθοέπειας για την κοινοτική ζωή της Χάβρης και του μποέμ Μαρσέλ Μαρξ (Αντρέ Βιλμς). Αυτός, ένας πρώην μποέμ συγγραφέας, που πλέον έχει τη γυναίκα του βαριά άρρωστη, γίνεται ο «εκλεκτός» που θα δει τον καταζητούμενο των αρχών: τον Ιντρίσα, ένα νεαρό Αφρικανό μετανάστη, ο οποίος βρίσκεται παράνομα στη Χάβρη για να μεταβεί στο Λονδίνο και να συναντήσει τη μητέρα του. Θα τον καταδώσει; Όχι βέβαια. Όλη η υπόθεση της ταινίας αρχίζει και περιστρέφεται γύρω από την ελικοειδή τιμιότητα: γύρω από την προσπάθεια του Μαρσέλ να βοηθήσει τον Ιντρίσα, παίρνοντας και τους υπόλοιπους γνωστούς, θαμώνες και συνδαιτυμόνες, με το μέρος του. Διότι, το παλιό γνωστό ρητό «κάθε λιμάνι και καημός» επανέρχεται στη μνήμη μας και ξανά θυμίζει πόσο κάθε πόλη με λιμάνι εκφράζει την εμπειρία του «έξω»: εκφράζει το άγνωστο, το ωραίο ως επικίνδυνο, τις «μεταφορικές» πατρίδες, γλώσσας και σκέψης, εκεί που η κατεπείγουσα κατάσταση της λαθρομετανάστευσης υπάγεται σε μια ευρύτερη ερμηνεία κοινωνικών προεκτάσεων και αναφορών. Στο όνομα της κοινότητας ενυπάρχει η υπόσχεση για αγώνα…
Η μικρή κοινότητα της φιλμικής συνθήκης, ωστόσο, δε στερείται της πραγματικότητάς της. Σε αυτήν και οι εχθροί χωρούν. Και αυτός που εχθρεύεται τον Ιντρίσα, ή εχθρεύεται αυτό που για εκείνον ο Ιντρίσα σημαίνει, έχει σπουδαία αξία, στην εξέλιξη της εν λόγω πλοκής. Διότι, ο Καουρισμάκι ούτε γλυκανάλατος ούτε συμβατικός σκοπεύει να είναι. Αποδίδει τη δύναμη που έχει και μπορεί στον πολίτη. Δείχνει ότι από το χρόνο ο άνθρωπος ωριμάζει, συγκεράζοντας την ιδιότητα του επαγγελματία και την ικανότητα της ανθρώπινης πείρας. Εν προκειμένω, στην περίπτωση του επικεφαλής αστυνομικού, είναι ξεκάθαρο ότι τίθεται το ζήτημα της ανθρώπινης βούλησης και απόφασης υπεράνω της επαγγελματικής υποταγής. Είναι η κοινωνική επιταγή που ενώνει και (εγκ)καθιστά τους πολίτες συνένοχους στον κόσμο. Ώστε, κατοικώντας τον, τίποτε κακό δεν μπορεί να φοβίζει τη σκέψη, τίποτε κακό δε λιμνάζει, όταν στα λιμάνια τα πλοία ανέκαθεν προορίζονταν να ταξιδεύουν. Μια ωραία ταινία, και με καυστικές ατάκες όπως «θα μιλήσω σαν υπουργός», που προβάλλεται και στο «Άστυ»: δυστυχώς, όμως, οι φοιτητές εκεί πληρώνουν κανονικό εισιτήριο τα Σαββατοκύριακα. Δικαιούνται να είναι φοιτητές με κάθισμα τις καθημερινές. Και ύστερα, σκέφτεσαι, πόσο κοντά και πόσο μακριά η μία πραγματικότητα-η κινηματογραφική- βρίσκεται από την άλλη-την κοινωνική και τοπική-. Ευτυχώς που υπάρχουν ταινίες…