Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Βρε το μικρό Ντορή, τον ψηλό στο μπόι, τι του ‘μελλε να πάθει. Από Ντορής ο κούνελος είπε να αλλάξει νοοτροπία κι όνομα. Καθώς, οι φίλοι, του σφύριζαν το παιδικό τραγούδι, εκείνο το γνωστό «αχ, κουνελάκι ξύλο που θα το φας, μέσα σε ξένο περιβολάκι, τρύπες γιατί τρυπάς», θύμωσε και μεμιάς δράση ανέλαβε. Τώρα θα δείτε ποιος είμαι εγώ, είπε από μέσα του, άλλαξε το «κούνελος» και επιτόπου έβγαλε όλο το κομπόδεμα στο εξωτερικό.
Άσπρη μέρα θα δει ο τόπος. Γιατί αποφάσισε να πάει στη διεθνή φάρμα των ζώων, και μάλιστα τον δέχτηκαν χωρίς την οντισιόν. Βέβαια, του μήνυσαν να φέρει φέτα. Όπως και να ‘χει, τον δέχτηκαν για το όνομά του, Ντορής δεν ήταν και λίγο πράγμα. Ντορής σημαίνει δόξα, σημαίνει χάρη. Πρώτο μπόι και από σόι. Και εκεί, θα εργαζόταν για το καλό της χώρας: θα έκανε διαφήμιση στην Ελλάδα και τα κινητά θα έπαιρναν φωτιά. Στη φάρμα των ζώων, θα ‘βλεπαν τι βεληνεκούς διαφημιστή έχασαν τα ζώα τα πατριωτάκια. Τόσα χρόνια τώρα! Όμως, παρόλο που τα σκέφτηκε όλα καλά, ένα δε λογάριασε: τον τύπο, τα ραδιόφωνα, την ψηφιακή Ελλάδα, την τοποθέτηση προϊόντων μέσα σε όλα τα άλλα. Και ενώ πήρε αυτή τη γενναία απόφαση, να ρίξει πέτρα πίσω του, στο περιβολάκι άλλες τρύπες να μην τρυπήσει, το πόθεν έσχες να μην τον αναζητήσει, δεν έβγαλε ο χριστιανός – mon dieu- ένα έκτακτο ανακοινωθέν, ότι την κάνει για τα ξένα, να πάει φραγκάτος και να τη δει φευγάτος, να διαδώσει την τρέλα του Οδυσσέα, τον ελληνικό πολιτισμό, τη μαγεία του ευ αγωνίζεσθαι, εκείνο το …αμύνεσθαι περί …πάτρης; Αυτό.
Δεν το ‘κανε και ιδού τα αποτελέσματα. Γιατί στον τύπο, ξέρουν. Ανακαλύπτουν. Επιρρίπτουν. Και ποιος μπορεί να τα βάλει με όποιον ανακαλύπτει; Ούτε να τον κατονομάσει δεν μπορεί: πώς να τον πει; Ανακαλυψία; Ανακαλύπτορα; Δεν. Και ο «δειλιασμός» ακόμη, μπροστά σε όλα αυτά, τα φανταστικά ονόματα, πταίσμα είναι. Οπότε, λίγη συμπόνια δεν βλάπτει. Από τη συμπόνια στη σύμπνοια. Στην τελική, και οπτικά να το δεις, εύκολο: δεν θέλει πολλή δουλειά, ένα το όμικρον, από αριστερά πάει στα δεξιά. Και του τύπου, θα του περάσει. Με λίγη θέληση, Αγάπα με τσαμπί-τσαμπί, να σ’ αγαπώ σταφύλι να με φιλείς στο μάγουλο, να σε φιλώ στ’ αχείλι.
Κι έτσι ο Ντορής ο κούνελος, κάθε νύχτα, γράφει μια καρτ ποστάλ, στη διεθνή φάρμα των ζώων, ότι θα έρθει και να τον περιμένουν- αυτό είναι υπόσχεση-, προσθέτοντας κάθε φορά από μία νέα μαντινάδα, για να δείξει τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, που ως γνωστόν, υπό αυτές τις συνθήκες, η ποίηση δεν μεταφράζεται. Επειδή όμως, δεν εμπιστεύεται τα ελληνικά ΕΛΤΑ αλλά πιστεύει στην τηλεπάθεια, και στη δύναμη του οραματισμού, δεν στέλνει τις καρτ ποστάλ. Τις βάζει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και κλείνει τα μάτια- να, πάει λίγος καιρός που τέλειωσαν –ξανά-και οι επαναλήψεις από το «κλείσε τα μάτια» του Παπακαλιάτη-. Οπότε, ελπίζει στη δύναμη της θέλησης, ότι οι ειδήσεις και οι μαντινάδες από την Ελλάδα φτάνουν τηλεπαθητικά στο γκαζόν της Ευρώπης. Προφανώς. Αφού, ο Ντορής έχει διαβάσει τον Αντόρνο: τα προϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας μπορούν να υπολογίζουν ότι θα καταναλωθούν άγρυπνα ακόμη και όταν οι άνθρωποι είναι αφηρημένοι. Αφηρημένος είναι και αυτός όταν κλείνει τα μάτια. Κι έτσι, το ευρωπαϊκό γκαζόν ρουζ, από τις καυτές ειδήσεις Αγάπα με τσαμπί-τσαμπί, να σ’ αγαπώ σταφύλι να με φιλείς στο μάγουλο, να σε φιλώ στ’ αχείλι, στη Διεθνή φάρμα των ζώων ευγνωμονεί θερμά τον εμπνευστή χωρίς επώνυμο με αποτέλεσμα να του στέλνουν πολλά φιλιά, όσα και τα ευρώ που έμελλε να περισώσει, για την Ελλάδα προπαντός, πάντα στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αρχής της ανωνυμίας…αφού ο Ντορής έτσι μεγάλωσε στη φάρμα, όλοι του ‘λεγαν είσαι χάρμα.
Αν δεν τον πείραζαν, αχ, κουνελάκι ξύλο που θα το φας, μέσα σε ξένο περιβολάκι, τρύπες γιατί τρυπάς, τίποτε από αυτά δεν θα είχε γίνει. Γιατί την αγαπάει την Ελλάδα. Και τη φάρμα. Άλλο τώρα που στη δύση, τους έχει τάξει φέτα και μαντινάδα. Την αλλάζεις την Ελλάδα;