Γράφει η Μάγδα Κ.
Όλοι μας, στα παιδικά μας κυρίως χρόνια, έχουμε να θυμηθούμε μια επίσκεψή μας στο τοπικό τσίρκο της πόλης. Ακροβάτες, σκοινοβάτες, κλόουν, θηριοδαμαστές, κομπερ, ταχυδακτυλουργοί, όλοι, πρωταγωνιστούσαν στο εκθαμβωτικό και γεμάτο λάμψη θέαμα. Ο κόσμος, γεμάτος έκπληξη και θαυμασμό, γελούσε με τα αστεία νούμερα, εντυπωσιαζόταν με τα κατορθώματα των φυλακισμένων σπάνιων ζώων, τρόμαζε με τα επικίνδυνα τρικ των ταχυδακτυλουργών, ενθουσιαζόταν με τις σπάνιες επιδείξεις των ακροβατών, χειροκροτούσε έντονα το υπέροχο αυτό σόου και έφευγε ικανοποιημένος με την αξέχαστη αυτή εμπειρία που είχε βιώσει.
Εμένα όμως δεν μου άρεσε καθόλου το τσίρκο. Μια φορά μόνο το επισκέφτηκα, όταν κατέφθασε στη πόλη μετά κρουστών και τυμπάνων και το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι έφυγα γεμάτη θυμό και θλίψη. Το θέαμα το βρήκα φρικτό, δεν γέλασα καθόλου με τα τετριμμένα αστεία των κλόουν, θύμωσα με τα επιτακτικά μαστιγώματα των ζώων, δεν εντυπωσιάστηκα, αντιθέτως κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή, με τις ακροβασίες και σκοινοβασίες και αγχώθηκα με τα τρικ των ταχυδακτυλουργών. “Και να σκεφτώ αν πρέπει να γελάσω, να κλάψω, να φωνάξω , ή να σωπάσω”.
Μπορεί τώρα πια τσίρκο μα μην επισκέπτονται τις πόλεις – ή τουλάχιστον εγώ να μην το βλέπω – αλλά το θέαμά του προσφέρεται απλόχερα και με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, σε καθημερινή βάση. Οι ιδιοκτήτες – επιχειρηματίες του μεγαλύτερου τσίρκου στην ιστορία της ανθρωπότητας, που διαθέτει φυλακισμένα ζώα με ανθρώπινη συνείδηση, παγιδευμένους ακροβάτες αναγκασμένους τα φέρουν εις πέρας τα πιο επικίνδυνα τρικ, επισκέπτονται αφελείς λαούς προσφέροντάς τους το εντυπωσιακότερο θέαμα με το μεγαλύτερο για αυτούς οικονομικό όφελος. “Καθώς τα μαγειρέψαν και τα φτιάξαν, από ξαρχής το λάκκο μας εσκάψαν, κι από κοντά οι μεγάλοι μας προστάτες, αγάλι- αγάλι εγίναν νεκροθάφτες”.
Αυτό το μεγάλο τσίρκο λοιπόν, που εκμεταλλεύεται ανθρώπους και όνειρα, που παγιδεύει ανθρώπινες ζωές, οι οποίες ακροβατούν πάνω σε ένα λεπτό σχοινί, που οι ταχυδακτυλουργοί του ονομάζονται κεφαλαιοκράτες – εφευρέτες των μεγαλύτερων και ανεξήγητων κόλπων, που οι κλόουν του προκαλούν μόνο κλαυσίγελο, αυτό λοιπόν το καλοστημένο υπερθέαμα, έρχονται να παρακολουθήσουν και να χειροκροτήσουν , από την πρώτη θέση, πολιτικοί, τεχνοκράτες, επιχειρηματίες, κυβερνώντες, παρέα με τους ξένους φίλους τους, φροντίζοντας για τη διαιώνιση και επέκταση του μεγάλου αυτού ανθρώπινου σόου. “Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες, ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες. Εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι, σαράντα με το λάδι και το ξύδι”.
Και όλοι εμείς, θεατές και παίκτες συνάμα αυτού του ανθρώπινου παραλογισμού, περιμένουμε με μεγάλη αγωνία το επόμενο νούμερο, μέσα στο οποίο θα μας ζητήσουν να παίξουμε βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο, να αυτοσχεδιάσουμε χωρίς καμία καθοδήγηση από σκηνοθέτες, παραγωγούς και σεναριογράφους. Απλά καρτερούμε. “Το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει, το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι…Και αυτός που πίστευε και καρτερούσε βουβός, φαρμακωμένος στέκει και θωρεί, τη λευτεριά που βγαίνει στο σφυρί”.
Τελικά είχα δίκιο που ποτέ δε γούσταρα τα τσίρκο. Δεν θα ξεχάσω όμως, το βράδυ εκείνο που έπεσα για ύπνο, μετά τη θέαση του Medrano, έπλασα ένα δικό μου ελπιδοφόρο σενάριο, ότι δηλ. τα φυλακισμένα ζώα και οι παγιδευμένοι υπάλληλοί του, δραπετεύουν, παίρνοντας μαζί τους και την φουσκωμένη είσπραξη της ημέρας. “Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι, μην έχεις πια την πείνα για καμάρι. Η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή, του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί “…
Καλή ψήφο…
A bientot
Μάγδα
Υ.Γ. Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το έργο του Ι. Καμπανέλλη “Το Μεγάλο μας Τσίρκο” που παίχτηκε το 1973 με πρωταγωνιστές τους Τ. Καρέζη και Κ. Καζάκο και μουσική Σ. Ξαρχάκου.