Γράφει η Μάγδα Κ. (magda@agrinioculture.gr)
Λέξη γνωστή σε όλους. Άλλες φορές ειπωμένη από τα δικά μας χείλη, άλλες φορές πάλι, φερμένη στα δικά μας αυτιά από τα χείλη του “τετελεσμένου” έτερου ημίσεως. Μια λέξη που μπορεί να προκαλέσει από μεγάλο πόνο μέχρι και μεγάλη ανακούφιση. Μια λέξη που μπορεί να δώσει τέλος σε μια μίζερη κατάσταση, προσφέροντας όμως έτσι το εφαλτήριο για μια καινούργια πορεία.
Συνήθως οδηγούμαστε σε μια τέτοια απόφαση, όταν νοιώθουμε ότι η σχέση μας έχει συμπληρώσει τον κύκλο της και έτσι δεν υπάρχει κάτι άλλο για να δώσουμε ή να πάρουμε, ή όταν ο έρωτας παύει να πρωταγωνιστεί και είναι δύσκολο να συνεχίσουμε χωρίς το καρδιοχτύπι, ή όταν ένα τρίτο πρόσωπο μάς κινεί το ενδιαφέρον και την πρόκληση για νέες περιπέτειες, ή όταν το μέχρι τώρα ιδανικό “άλλο μισό” αποδεικνύεται ανίκανο και παντελώς ακατάλληλο να ικανοποιήσει τις επιθυμίες και τα όνειρά μας, κ.τ.λ. κ.τ.λ. Και έτσι, καταφεύγουμε στην ανακοίνωση του συγκεκριμένου ερωτικού τελεσιγράφου, με την ελπίδα ότι η επόμενη ερωτική μας αναζήτηση θα αποδειχθεί πιο επιτυχημένη και σωστή για την εκπλήρωση των επιθυμιών και αναγκών μας.
Δύσκολη απόφαση, δε λέω, αφού η δύναμη της συνήθειας είναι τόσο μεγάλη που πολλές φορές δεν μας αφήνει να δούμε σωστά και καθαρά, κρατώντας μας δέσμιους σε ένα λαβύρινθο αδιεξόδων και προβλημάτων, τα οποία παραμένουν άλυτα επ αόριστον. Και όσο επιμένουμε να παραμένουμε σε μια τέτοια συνήθεια, γίνεται αναπόφευκτο το επόμενο στάδιο, αυτό της προδοσίας. Και ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά ότι η προδοσία δεν είναι καλό πράγμα – είδατε τι έπαθε ο Ιούδας-.
Κάτι τέτοιο λοιπόν, πιστεύω ότι διαδραματίζεται – ή τείνει να διαδραματιστεί, σύμφωνα με τις τελευταίες εκλογικές απόπειρες – και στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Φτάσαμε επιτέλους στο σημείο εκείνο, που επιβάλλεται να πούμε και εμείς το δικό μας “χωρίζουμε” στο έτερο πολιτικό – καταστρεπτικό μας ήμισυ. Οι μαύρες συννεφάρες στη σχέση λαού και εξουσίας, έχουν προ πολλού κάνει την εμφάνισή τους και τα πρώτα βήματα του χωρισμού, φαίνονται να ακολουθούν το δρόμο τους. Λέμε λοιπόν “χωρίζουμε”. Σε αυτή τη μακροχρόνια σχέση, που το “άλλο πολιτικό μισό” φορούσε το προσωπείο των κυβερνητικών μνηστήρων, που στόχο είχαν να υποτιμήσουν και να απαξιώσουν τη σχέση αυτή, κρατώντας μας μέσα σε μια πολιτική συνήθεια, εκβιαστικά και αναίσχυντα, προς εξυπηρέτηση προσωπικού τους βολέματος, μια συνήθεια που δρούσε σαν ναρκωτικό, βυθίζοντάς μας όλο και περισσότερο στην αναβλητικότητα και στην άγνοια. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε να πιούμε και το πικρό ποτήριον της προδοσίας, μιας και ο “κυβερνητικός μας σύντροφος” φρόντισε και βρήκε άλλους πολυπολιτισμικούς συντρόφους – δανειστές, επιτηρητές, τροικανους- τους οποίους και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, φροντίζοντας να ικανοποιήσει πιστά τις δικές τους επιθυμίες, αγνοώντας παντελώς τις δικές μας ανάγκες.
Χωρίζουμε λοιπόν με μότο μας το στίχο από το γνωστό τραγούδι “σιγά μη κλάψω, σιγά μη φοβηθώ”. Γιατί μπορεί να λένε ότι για να ολοκληρωθεί και να ξεπεραστεί ένας χωρισμός, πρέπει να περάσει από τις ψυχολογικές και συναισθηματικές διαδικασίες του πένθους, αλλά εμείς θα πρωτοτυπήσουμε και ούτε θα κλάψουμε, ούτε θα φοβηθούμε. Διότι η απεξάρτηση από αυτή την αναμφίβολα κακή πολιτική συνήθεια, θα δώσει αέρα στα πανιά μας, μη σας πω καλύτερα ανεμοστρόβιλο, προς αναζήτηση του κάτι καινούργιου, του κάτι διαφορετικού. Και αυτό το καινούργιο, σίγουρα, δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει, το μυστήριο όμως που πλανιέται γύρω από αυτό και η προσμονή του, ενέχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Χωρίζουμε λοιπόν γιατί… χανόμαστε!
A bientot
Μάγδα