Ο νους των περισσότερων, όταν ακούν για αστυνομική τραχύτητα και ξεκαθαρίσματα στην παλιά Αθήνα τρέχει στον γνωστό Δ. Μπαϊρακτάρη, αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, που γεννήθηκε στο Αγρίνιο, κατάγονταν από το Σούλι και πέρασε στην ιστορία για τον επιτυχή πόλεμο που έκανε στα κουτσαβάκια (τους μάγκες) της εποχής. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τη διαμονιώδη σύμπτωση πως ο διάδοχός του, ήταν επίσης αιτωλοακαρνάνας. Συγκεκριμένα πρόκειται για τον μεσολογγίτη Γιάννη Μαρούδα, που αποδείχθηκε άξιος αντικαταστάτης του προκατόχου του.
Ο Γιάννης Μαρούδας
Υπήρξε ο άνθρωπος που τα ‘βαλε με τους πολιτικούς, τους εισαγγελείς, τους δημοσιογράφους και οποιονδήποτε θεωρούσε ότι στεκόταν εμπόδιο στο έργο του. «Εις κύριος Μαρούδας υπό τας όψεις Εισαγγελέων και Υπουργών καταλύη το Σύνταγμα και ποδοπατή την ελευθερία των πολιτών», έγραφε το 1910 σε πρωτοσέλιδό του ο Γρ. Ευστρατιάδης, όταν ο Μαρούδας ως Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών βρισκόταν σε πλήρη ακμή. Τότε οι εφημερίδες έκαναν λόγο για ειδεχθή, τρομακτικά και απαίσια αστυνομικά σκάνδαλα, κατακρίνοντας ως «απάνθρωπο» τον τρόπο λειτουργίας της αστυνομικής υπηρεσίας.
Τα πρωτοπαλίκαρά του Τσούρκας και Πεπονούλιας
Ο Γιάννης Μαρούδας δεν βιογραφήθηκε και δεν καταγράφηκε μέχρι σήμερα αφού οι πάσης φύσεως αρχές και εξουσίες θέλησαν να ξεχάσουν τον ίδιο και τις μεθόδους του. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μεσολόγγι και τη συνέχισε στο Ναύπλιο ως αξιωματικός της Χωροφυλακής. Κλήθηκε ως Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους δράστες ποικιλώνυμων εγκλημάτων. Ήταν η εποχή που η αστυφιλία αύξανε ραγδαία τον πληθυσμό των Αθηνών. Ο Μαρούδας εγκαταστάθηκε, με κάθε επισημότητα, στο Τμήμα Καταδίωξης, όπου τον θυμόντουσαν όλοι να συζητά θορυβωδώς, να χαριτολογεί με τους λωποδύτες και να εξιχνιάζει τα πιο περίπλοκα εγκλήματα με τον δικό του τρόπο. Διότι ο Μαρούδας είχε δικό του, λίαν αποτελεσματικό αστυνομικό σύστημα ανάκρισης.
Τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, συνοδευόμενος από τον Τσούρκα και τον Πεπονούλια, τα δύο αχώριστα πρωτοπαλίκαρά του. Κατόπτευε, ερευνούσε, κατεύθυνε τα αστυνομικά όργανα. Είχε βέβαια και τις αδυναμίες του. Χαριζόταν στους «φτωχοδιάβολους», τους μικρολωποδύτες που έκλεβαν είδη για να επιβιώσουν. Οι επιτυχίες του ήταν άπειρες και δεν επέτρεπε σε κανέναν να αμφισβητήσει το αστυνομικό του δαιμόνιο. Κάποια φορά μια κυρία της καλής κοινωνίας είχε απολέσει ένα βαρύτιμο περιδέραιο, το οποίο φορούσε σχεδόν πάντα στις κοσμικές εκδηλώσεις. Σύ-ντομα ο Μαρούδας ανακάλυψε πως το περιδέραιο είχε δωρίσει η αριστοκρατική κυρία στον οδηγό της σε ανταπόδοση «υπηρεσιών» που της είχε προσφέρει. Ο σκληροτράχηλος αστυνομικός δεν αποκάλυψε την αλήθεια στον σύζυγο, αφήνοντας το γεγο-νός να περάσει… απαρατήρητο.
Αλλόκοτες συνήθειες και περίεργες μέθοδοι
Είχε αλλόκοτες συνήθειες. Συνεργαζόταν με λωποδύτες και κακοποιούς και ήταν εκείνος που έκανε συνείδηση στην ελληνική κοινωνία πως ο εγκληματίας επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Γύρω από τον τόπο κάθε εγκλήματος έβαζε κρυφούς αστυνομικούς να παρακολουθούν την κίνηση και αρκετές φορές επιβεβαιώθηκε η άποψή του. Δρούσε νύχτα στη θεοσκότεινη Αθήνα, ενώ πίστευε πως οι μικρολωποδύτες δεν ήταν τίμιοι αλλά ήταν χριστιανοί! Εξήγαγε αυτό το συμπέρασμα όταν διαπίστωσε πως δεν εμφανίζονταν λωποδυσίες στις μεγάλες χριστιανικές ή πατριωτικές γιορτές!
Όταν ανέλαβε τη Διεύθυνση ο Μαρούδας φρόντισε να νοικιάσει κάποια χαμόσπιτα με αυλές, τα οποία μετέτρεψε σε «ανακριτήρια». Εκεί οδηγούσε τους ύποπτους για διάφορα αδικήματα και τους ανέκρινε, έχοντας συμπαραστάτες τους δύο βοηθούς του. Έμποροι, δικηγόροι, χρηματιστές, γιατροί, αρχιτέκτονες, βιομήχανοι και πάσης φύσεως εκπρόσωποι της εξουσίας τρομοκρατούνταν αν έπρεπε να περάσουν από την «αυλή» του Μαρούδα. Αντίθετα με την τακτική που κρατούσε με τους μικροαπατεώνες, ταλαιπωρούσε αφάνταστα τους ευκατάστατους πολίτες των Αθηνών που συλλάμβανε να παρανομούν. Μέχρι που ο Μαρούδας και τα παλικάρια του έγιναν ακόμη και θεατρικό σκετσάκι από τον Πολύβιο Δημητρακόπουλο.
Δεν υποκλινόταν!
Άλλο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στα τέλη του 1910 καταδίκαζε τη συνήθεια του Μαρούδα να μην «υποκλίνεται εδαφιαίως οσάκις εισέρχεται εις την αυλήν των Ανακτόρων». Την ίδια εποχή δέχθηκε σφοδρή επίθεση διότι συμπεριφέρθηκε απρεπώς σε διακεκριμένο δημοσιογράφο, αλλά και στον Υπουργό Εσωτερικών που τηλεφώνησε για να τον… συνετίσει. Οι αποκαλύψεις συνόδευαν η μία την άλλη «δια τας θηριωδίας του αστυνομικού βούρδουλα», τις οποίες πιστοποιούσαν ιατρικές εκθέσεις αλλά «φρικιών ο κ. Υπουργός των Εσωτερικών». Αλλά ο Μαρούδας απτόητος, δεν δίσταζε για κάποια υπόθεση να μεταβεί στα Ανάκτορα και να ανακρίνει τον αρχηγό του Πολιτικού Οίκου του Βασιλέως Στέφανο Στεφάνου ή κάποια άλλη φορά τον μετέπειτα Πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη.
Σε άλλη περίπτωση δεν δίστασε να ρίξει στα υγρά μπουντρούμια της Αστυνομικής Διεύθυνσης έναν πάμπλουτο έμπορο από τη Ρωσία διότι διαμαρτυρήθηκε βλέποντας τα όργανα του Μαρούδα να προβαίνουν σε «άγριο και απάνθρωπο βουρδούλιασμα αιγοβοσκού». Οι εφημερίδες προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον εν λόγω αιγοβοσκό, και ουσιαστικά συνεργάτη του Ρώσου εμπόρου, ως εννιάχρονο παιδί που αντιμετωπίσθηκε με βαρβαρότητα. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε, πως όχι μόνον επρόκειτο για συνεργάτη του Ρώσου επιχειρηματία, αλλά και πως λάμβαναν χώρα παράνομες εισαγωγές και εξαγωγές που δεν φορολογούνταν από το ελληνικό κράτος.
Όταν αποχώρησε από τη Χωροφυλακή προσλήφθηκε από την Εθνική Τράπεζα και οργάνωσε την εσωτερική της αστυνομία με εξαιρετική επιτυχία. Δυστυχώς τα χειρόγραφα τετράδια με τα αστυνομικά απομνημονεύματά του –τα οποία ο ίδιος αποκαλούσε «μαυροπίνακα της αριστοκρατίας»– δεν εκδόθηκαν. Έφυγε απ’ τη ζωή, σε βαθιά γεράματα τον Απρίλιο 1935. Στην τελευταία κατοικία του, τον συνόδευσε ένας κόσμος ολόκληρος με χιονισμένα μαλλιά και ρυτιδωμένα πρόσωπα. Καταγράφηκε ως ο άνθρωπος που «τρομοκράτησε τους ήρωες του εγκληματικού πάνθεου».
πηγή : mikros-romios.gr
Δημήτριος Μπαϊρακτάρης
Στρατιωτικός από την Αιτωλοακαρνανία, που σφράγισε με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή. Η φήμη του ως εξολοθρευτή των κουτσαβάκηδων στα τέλη του 19ου αιώνα φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1833 και ήταν γόνος σουλιώτικης οικογένειας. Το 1848 κατατάχθηκε στο στρατό και έφθασε μέχρι το βαθμό του Συνταγματάρχη. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και το επιτελικό του πνεύμα στην Κρητική Επανάσταση του 1866 και τον άτυχο Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
Διαβλέποντας τις ικανότητές του, ο Χαρίλαος Τρικούπης τον διορίζει το 1893 αστυνομικό διευθυντή Αθηνών και αυτός κάνει σκοπό της ζωής του να ξεριζώσει από την Αθήνα το φαινόμενο των κουτσαβάκηδων (εκ του κουτσά βαίνω, επειδή βάδιζαν κουνιστά, όπως ένας χωλός άνδρας). Οι κουτσαβάκηδες με τη χαρακτηριστική τους ενδυμασία ήταν χαρακτηριστικοί τύποι ψευτοπαλληκαράδων της εποχής: Κλεφτρόνια, χασικλήδες, νταβατζήδες, μπράβοι σε χαρτοπαικτικές λέσχες, αλλά και στην υπηρεσία των κομματαρχών της εποχής.
Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής ομάδας ευζώνων, εισέβαλε στα καφενεία και τις ταβέρνες της Αθήνας, τους συνελάμβανε και τους διαπόμπευε δημοσίως στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Τους ξύριζε τα μουστάκια, τους ψαλίδιζε τις αφέλειες της κόμμωσής τους, τους ψαλίδιζε το αφόρετο μανίκι από το σακάκι τους, και τους έκοβε το ζωνάρι, που έπεφτε στο χώμα και ήταν αιτία παρεξήγησης, όταν κάποιος τους το πατούσε. Και στη συνέχεια τους οδηγούσε σιδηροδέσμιους στη φυλακή.
Το 1896, κατά τη διάρκεια των πρώτων σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης μηχανεύτηκε μια έξυπνη τακτική για να αντιμετωπίσει τους εισαγόμενους λωποδύτες, που αποτελούσαν το μεγάλο πονοκέφαλο των αρχών τότε. Έριξε στο φιλότιμο τους κουτσαβάκηδες και τους έβαλε να φυλάνε τους ξένους κλέφτες. Το κόλπο έπιασε και κατά τη διάρκεια των αγώνων δεν σημειώθηκε ούτε μία κλοπή!
Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης πέθανε δόξη και τιμή το 1900, λίγους μήνες μετά την αποστρατεία του.
πηγή : sansimera.gr