ΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ Απο Kalyvia.gr
Τα Καλύβια ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν εξελιχθεί σε σταθμό συγκέντρωσης της ξυλείας των ορεινών και δύσβατων περιοχών της Ευρυτανίας. Εκατοντάδες υλοτόμοι έκοβαν κάθε χρόνο διακόσιες χιλιάδες περίπου κορμούς ελάτης. Ο Αχελώος ποταμός, που διέσχιζε τους ορεινού όγκους των Αγράφων, έδινε την δυνατότητα της μεταφοράς τους, από τα σημεία κοπής τους μέχρι τη θέση «ΞΥΛΕΙΑ» του οικισμού Αγίου Γεωργίου Καλυβίων, όπου διακλάδωση, μήκους δύο (2) περίπου χιλιομέτρων, της σιδηροδρομικής γραμμής Κρυονερίου-Αγρινίου, που κατασκευάστηκε στα 1896-1897, έφτανε έως την ακροποταμιά.
Πολλές φορές οι κορμοί είχαν ενωθεί μεταξύ τους σχηματίζοντας σχεδίες. Πάνω σ’ αυτές έμπαιναν συνοδοί υλοτόμοι με σκοπό να παρακολουθούν την πορεία των κορμών για να μην πιάνονται στις ακροποταμιές ή σε παρακλάδια του ποταμού. Οι υπόλοιποι κορμοί δένδρων κατέβαιναν μόνοι τους και για το λόγο αυτό άλλοι πεζοπόροι συνοδοί με μακριά ξύλα («κοντάρια» με σιδερένιους γάντζους στην άκρη τους για να πιάνουν τους κορμούς) παρακολουθούσαν την πορεία τους και επενέβαιναν, όπου αυτό χρειάζονταν, όπως να ελευθερώσουν τα κούτσουρα από τις ακροποταμιές, αλλά και να αποτρέψουν με την παρουσία τους την κλοπή των κορμών ελάτης από τους χωρικούς των παραποτάμιων χωριών.
Τα κούτσουρα ελάτης όταν έφταναν στην ακροποταμιά του ποταμού κοντά στα Καλύβια ξεχωρίζονταν κατά μέγεθος και ιδιοκτήτη λαμβάνοντας ο κάθε κορμός πάνω του και από ένα διακριτικό σημάδι. Στη συνέχεια οι κορμοί φορτώνονταν στο τραίνο για το Κρυονέρι όπου το πλοίο «ΚΑΛΥΔΩΝΑ» έχοντας ράγες έβγαζε τα βαγόνια του τραίνου στην Πάτρα. Εκεί έφταναν οι κορμοί ελάτης για να φτιαχτούν ξύλινα κιβώτια μεταφοράς της σταφίδας που ευδοκιμούσε στην βόρεια περιοχή της Πελοποννήσου.
Η φόρτωση της ξυλείας στη δεκαετία του ’20 σταμάτησε να γίνεται στη θέση «ΞΥΛΕΙΑ» αλλά μέχρι το 1962-1963 οπότε ξεκίνησε η κατασκευή του πρώτου φράγματος των Κρεμαστών συνεχίζονταν το κατέβασμα των κούτσουρων από τον Αχελώο ποταμό προς τις εκβολές του προς φόρτωσή τους και παραπέρα μεταφορά τους. Όταν οι υλοτόμοι, που αριθμούσαν περίπου 800-900, έφταναν στα Καλύβια, τους καλοκαιρινούς μήνες, το χωριό έσφυζε από ζωή.
Τα μαγαζιά έκαναν χρυσές δουλείες, αφού οι ξυλοκόποι με γεμάτες τσέπες (πληρώνονταν καλά), έτσι ρακένδυτοι που είχαν φτάσει από τους ορεινούς όγκους της Ευρυτανίας συνοδεύοντας τα κούτσουρα, χωρίς να έχουν ξοδευτεί στο κατέβασμά τους αυτό, προχωρούσαν σε ψώνια για τους εαυτούς τους και για τις οικογένειές τους.
Το μαγαζί Παπαστράτου-Αυγερινού εκμεταλλεύτηκε εμπορικά την ευκαιρία. Ο Ευάγγελος Α. Παπαστράτος πωλούσε έτοιμα ρούχα στους υλοτόμους που έμεναν στο χωριό λίγες εβδομάδες για να ξεχωρίσουν τα κούτσουρα ελάτης. Είχε προσλάβει και δύο «μοδίστρες» από το χωριό για όσους πελάτες ήθελαν να τους πηγαίνουν τα ρούχα «κούπα» στο σώμα τους, καθώς έπρεπε να κοπούν τα υφάσματα ακριβώς στα μέτρα τους.
Ο κόσμος, εξαιτίας αυτής της επιθυμίας τους, τους αποκαλούσε «τσελεπήδες». Οι υλοτόμοι ήταν λιγομίλητοι, καλοσυνάτοι, απλοικοί και έντιμοι άνθρωποι. Εδιναν το αίσθημα της εμπιστοσύνης σε όσους συναλλάσσονταν μαζί τους. Ο λόγος τους «συμβόλαιο». Όσες φορές αγόρασαν πράματα «βερεσέ» από τους εμπόρους που κατέφταναν στο χωριό δεν άφησαν ποτέ απλήρωτη χρηματική οφειλή.