Του Jean-Claude Villain
“Η Ελλάδα είναι νεκρή”. Ο Δημήτρης Δημητριάδης, στις 9 Ιουνίου 2012, στη Μοντ, υπογράφει λακωνικά την πράξη θανάτου της χώρας του και μέσα σε μια ολόκληρη σελίδα αναλύει τις αιτίες. Αυτή η εντελώς απελπισμένη παρατήρηση διανοουμένων του αναστήματος του Δημήτρη Δημητριάδη, ενός από τους σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, είναι ένα από τα πολλά σημάδια πολιτικής, υλικής και ηθικής σύγχυσης που κυρίευσε τη χώρα αυτή. Επιπλέον, η Μοντ, σε δισέλιδη έρευνά της, στα μέσα Ιουνίου, δικαιολόγησε την απελπισία των συγγραφέων σ’ αυτή τη χώρα με τη μακρόχρονη παράδοση στις εκδόσεις και την ανάγνωση, ιδίως γαλλόφιλων. Έτσι ταξιδεύοντας για αρκετές εβδομάδες στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, από το νότο προς το βορρά και από την ανατολή προς τη δύση, περίμενα να ζήσω την θλιβερή εμπειρία της εξαφάνισής της, να παραβρεθώ, ως παθητικός μάρτυρας, στην ταφή της και σαν παλιός φίλος να συμμετάσχω στο πένθος.
Στις πόλεις, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, η υλική και ηθική εξαθλίωση είναι άμεσα αισθητές. Και όχι μόνο λόγω των πολλών μεταναστών, πολλοί από τους οποίους είναι παιδιά που περιπλανώνται και επαιτούν. Τα σημάδια είναι σίγουρα εκεί, αδιάψευστα, και επιβεβαιώνουν την βαριά πραγματικότητα της “κρίσης”, σε όλο της την έκταση και το βάθος. Αυτό το τελευταίο, δεν αποτελεί πλέον το αντικείμενο μιας αφηρημένης και υπερβολικής φρασεολογίας που κυρίευσε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα δυτικά μυαλά. Ωστόσο, πέρα από αιτίες που παραθέτει ο Δημήτρης Δημητριάδης, οι οποίες για δεκαετίες εξασθένησαν την Ελλάδα (πελατειακές σχέσεις και διαφθορά των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων εναλλάξ στην εξουσία, φθορά των παραδοσιακών αρετών, κυριαρχία του φιλελευθερισμού σε ληστρικές βάρβαρες μεθόδους, αναποτελεσματικότητα ορισμένων δημοσίων υπηρεσιών, επίμονες φεουδαρχικές οικονομικές πρακτικές, αυξανόμενη ανεργία, μετανάστευση των νέων), θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ στο να δημιουργηθεί μια αχτίνα ελπίδας, υπενθυμίζοντας τις ασύγκριτες εναπομείνασες δυνάμεις που υπάρχουν σε αυτή τη χώρα, δυνάμεις ικανές να προτείνουν ένα όραμα λιγότερο απελπιστικό για το παρόν και το μέλλον της. Επειδή πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για μια κινητήρια ελπίδα, που η χώρα την έχει ανάγκη, ώστε να απελευθερωθεί από τις προβλέψεις που την γονατίζουν. Μέσα στην τρύπα της ύφεσης, θα πρέπει να κινητοποιήσει την πίστη για τη μοναδικότητά της ως χώρα, τα διδάγματα της ιστορίας της, για το ότι οι ρίζες της είναι ζωντανές, και από ’κει να αναπτύξει μια δυναμική η οποία, “σε κάθε κατάρρευση αποδεικτικών στοιχείων”, θα την έκανε να απαντήσει με “έναν χαορετισμό του μέλλοντος” όπως θα πρότεινε ο Ρενέ Σαρ σε καιρούς ταραγμένους.
Όπως και οι περισσότερες χώρες του κόσμου, οι ελληνικές πόλεις συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού πληθυσμού και έχουν την τάση να ξεχνούν “την άλλη Ελλάδα”, οι πόλεις της οποίας δεν αντιλαμβάνονται ούτε και βιώνουν την κρίση με τον ίδιο τρόπο. Αρκεί ν’ απομακρυνθεί κανείς από τις πόλεις, να γυρίσει τα χιλιάδες χιλιόμετρα των άγριων ελληνικών ακτών, των προστατευμένων, σε αντίθεση με άλλες μεσογειακές ακτές, από τα πολυπληθή κτίρια που τις έχουν παραμορφώσει τελείως και τους έχουν αφαιρέσει καθετί ποιητικό, να διατρέξει την ύπαιθρο που καλύπτεται με ελαιόδεντρα, οπωροφόρα δένδρα, αμπέλια, όπου χοροπηδούν κατσίκια και πετούν μελίσσια, να καθυστερήσει στα χωριά των οποίων η σιλουέτα αλλάζει σιγά-σιγά, για να ξαναβρεί έναν τρόπο ζωής ελάχιστα ταραγμένο από την κρίση, ο οποίος ξέρει πώς να κρατηθεί και πώς να προωθεί την παραγωγή, την αυτονομία και την αλληλεγγύη. Αυτό επιτρέπει μια ευεργετική αποστασιοποίηση, τόσο ψυχολογική όσο και πραγματική, από τον προβληματισμό της κρίσης που ταράζει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Μπορεί να ακούγεται αφελές να αντιστέκονται έτσι, με σχετική ηρεμία, οι άνθρωποι της νησιωτικής και υπαίθριας χώρας, προστατευμένοι από τη διαιώνιση των παραδοσιακών τρόπων, την άσχημα αυξανόμενη αστική ζωή που είναι πιο άμεσα εκτεθειμένη, να εκθειάζουν τα πλεονεκτήματα του φυσικού περιβάλλοντος και μια πιο ποιοτική ζωή επικεντρωμένη στην απόλαυση των βασικών πρωτογενών αγαθών, σε αντίθεση με το βύθισμα ολόκληρων πληθυσμών στη μοναξιά, τη δυστυχία και την απόγνωση. Στην Ελλάδα όμως αυτή η περικοπή είναι λιγότερο απλοϊκή από ό,τι φαίνεται αρχικά. Επειδή, παρά τον εκτεταμένο χαρακτήρα της Αθηναϊκής μεγαλούπολης και των νοτιοανατολικών βιομηχανικών προαστίων της, παρά τα διαφορετικά μεγέθη των πόλεων της χώρας, η ελληνική πόλη είναι σπανίως βαθιά αποκομμένη από το εσωτερικό της χώρας, που χρησιμεύει ως πραγματική βάση ψυχολογικών και υλικών πόρων, συναισθηματικών και ποιητικών. Πολλοί Έλληνες έχουν, στην ύπαιθρο ή σε ένα νησί, ένα σπίτι – συχνά μια οικογένεια- απ’ όπου οι ίδιοι, αν όχι και οι συγγενείς τους, συγκεντρώνουν και μοιράζονται ελιές, λάδι, λαχανικά, φρούτα, μαρμελάδες, μέλι, τυρί, ψωμί, κρασί, ούζο, τσικουδιά. Αυτά τα προϊόντα αποτελούν πολύ μεγαλύτερη εγγύηση από ένα πιάτο νόστιμο φαγητό : ένα συναισθηματικό παραδοσιακό δεσμό που τρέφει μια αντοχή ψυχική, συναισθηματική και ποιητική, μέσα από την οποία πολλοί Έλληνες φαίνεται να αντιστέκονται καλύτερα στο άγχος και την πείνα που δημιουργούνται από την κρίση από ό, τι φανταζόμαστε από τις πληροφορίες που μας έρχονται στη Γαλλία. Η παραδοσιακή οικογενειακή αλληλεγγύη, που παραμένει πολύ ισχυρή στην Ελλάδα, συμβάλλει, όσον αφορά το υλικό σωματικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο, στο να αντέχουν. Αυτό που ξεχωρίζει επίσης, μια και μοιράστηκα για μερικές βδομάδες τη ζωή αυτού του λαού, είναι η διαιώνιση των ουσιαστικών ψυχολογικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων, μέσα από τα οποία, χωρίς να πέσουμε στα στερεότυπα των τουριστικών γραφείων, ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής παραμένει ακόμα ζωντανός και εν μέρει σωτήριος. Οι καφετέριες και οι ταβέρνες στο πεζοδρόμιο είναι γεμάτες από Έλληνες οι οποίοι, εμφανίζοντας μια ήσυχη χαλαρότητα παρ’ όλ’ αυτά, αρέσκονται, περισσότερο από άλλους, να μοιράζονται ένα ποτήρι ή ένα πιάτο στον καθαρό αέρα, κάτω από τον ήλιο, και να τραβούν τις καρέκλες στο δρόμο για να κουβεντιάσουν. Γι’ αυτή την πλούσια χώρα με τις απέραντες άγριες εκτάσεις, που η έξοχη ομορφιά της παραμένει αμετάβλητη, είναι λοιπόν αναγκαίο – και πολύ μάλιστα – να διορθωθεί η διαστρεβλωμένη παρουσίαση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εμπνευσμένη από μια αστική αναφορά μόνο (δηλαδή συγκεντρωτική) και να λαμβάνεται υπόψη το δέσιμο με τις ρίζες που διατηρεί κάθε Έλληνας με μια αρχαία παράδοση του εθιμικού τρόπου ζωής. Αυτά είναι σίγουρα σε μεγάλο βαθμό λιγότερο εμφανή, λιγότερο ευνοούμενα από τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, μικρότερης αξίας από τις πολιτικές πελατειακές σχέσεις, οι οποίες φαίνεται να επιμένουν στο να ευνοούν, μέσω της επανάληψης του φόβου για το μέλλον, μια λαϊκίστικη αντίδραση που προωθείται από τα άκρα.
Η χώρα αυτή είναι ιδιαίτερη από γεωγραφική και κοινωνιολογική άποψη. Είναι επίσης μια χώρα μυθική, με μια ιστορία που εξακολουθεί να την διαποτίζει ακόμα, έστω και αν μερικές φορές την βαραίνει. Χωρίς να ανατρέξουμε πολύ πίσω στο χρόνο, στο δέκατο ένατο αιώνα, αντιστάθηκε στον τούρκικο ζυγό και επανέκτησε την ανεξαρτησία της. Στον εικοστό αιώνα, αντιστάθηκε στο φασισμό που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο, και ακολούθησε η αντίσταση στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Όμως η πιο πρόσφατη ιστορία δεν μπορεί να επισκιάσει την επίδραση της αρχαιότητας που είναι πάντοτε παρούσα. Αντί να την ξεπαστρέψει μια για πάντα, όπως προτείνει ο Χρήστος Χρυσόπουλος στο μυθιστόρημά του Ο βομβιστής του Παρθενώνα (και πριν από αυτόν ο Γιώργος Μακρής), με τη μεταφορική σημασία της κονιορτοποίησης της Ακρόπολης, που δεσπόζει πάνω στην πρωτεύουσα και κατά συνέπεια πάνω σ’ ολόκληρη τη χώρα, πρέπει αντίθετα ο λαός να λάβει υπόψη το ψυχολογικό πλεονέκτημα που του προσφέρει, ακόμη και σήμερα, η συνείδηση τού ότι είναι κληρονόμος ενός διάσημου και αναγνωρισμένου παρελθόντος. Αυτό φαίνεται με πολλούς τρόπους στην εθνική ζωή και συμβάλλει στο αίσθημα της μοναδικότητας, της ενότητας και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Οι δρόμοι με ονόματα ανθρώπων, με αναφορές θεών και προσώπων από τη μυθολογία, οι ιστορίες και οι θρύλοι, που παίζονται ή τραγουδιούνται στο θέατρο, που βρίσκονται στη μουσική και στα τραγούδια, υπάρχουν στην καθημερινή ζωή όλων των Ελλήνων, διατηρούν δηλαδή αυτή την συνεχή αναφορά σε μια επιβλητική περίοδο της ιστορίας της χώρας, που παρέχει σε μεγάλο βαθμό την τιμή, αν όχι την εθνική υπερηφάνεια. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα γνωρίζει -και έμμεσα υπενθυμίζει σε όλους- ότι είναι σίγουρα η πιο πρωταρχική, η πιο ουσιαστική- και ίσως η πιο ενωτική- χώρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι λοιπόν απαραίτητη για να συνεχιστεί η πολιτική, οικονομική και πολιτιστική οικοδόμηση της Ευρώπης.
Αν και χτυπημένη από το οικονομικό και τραπεζικό σύστημα που την έχει υπερβεί-χωρίς να είναι σε θέση να απαλλαγεί από τα εσωτερικά της κακά, κυρίως πολιτικά, που την έχουν αποδυναμώσει πολύ σοβαρά-η Ελλάδα δεν είναι μόνο ο φτωχός προβληματικός συγγενής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη ζώνη του ευρώ. Είναι μια εξαιρετική χώρα, της οποίας οι ιστορικοί, γεωγραφικοί, πολιτιστικοί, ανθρώπινοι, μυθολογικοί και ποιητικοί πόροι είναι χρήσιμοι για όλους τους Ευρωπαίους• ένας λαός ανήσυχος μα γενναίος, ικανός να αντιμετωπίσει για μια ακόμη φορά μία μοίρα αρνητική. Μια χώρα που ενστικτωδώς ξέρει ότι εξακολουθεί να φέρει τον ανέγγιχτο πλούτο της γεωγραφίας της, της ιστορίας της και την ανθρωπολογική της μοναδικότητα, και η οποία αντλεί από εκεί τη διακριτική, αλλά σταθερή δύναμή της για αντίσταση και ανάκαμψη. Αναμφισβήτητα όχι, η Ελλάδα δεν πρέπει να επισπεύσει το θάνατό της, να προσφέρει τον εαυτό της ως εξιλαστήριο θύμα μιας ξένης κοινότητας, που αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει την δική της επιβίωση, καθιστώντας την αποδιοπομπαίο τράγο, δεν πρέπει να αρνηθεί ούτε να υποταχθεί στις αυτοκτονικές τάσεις που θα της φέρουν την κατάρρευση που την επηρεάζει, να προσποιείται ότι προετοιμάζεται για την εξαφάνισή της. Οι διανοούμενοι της χώρας θα πρέπει, αντί να παίζουν τη νεκρική πομπή των πενθούντων, να αναζωογονήσουν τις υπόγειες ανέπαφες δυνάμεις στη χώρα που τους χρειάζεται, ως μια σύγχρονη χορωδία. Όχι Δημήτρη Δημητριάδη, η Ελλάδα δεν πέθανε.
Προσχέδιο:
ο μοναδικός πλούτος των τοπίων της και η διατήρηση της ποιότητας ζωής, απόρροια του τρόπου ζωής και της παραδοσιακής αλληλεγγύης, που κάνουν τον κοινωνικό ιστό πλούσιο και διαυγή, δεν εξηγούν από μόνα τους την ενστικτώδη ικανότητά της για αντίσταση.
Μετ. Βάσω Δερμάνη πηγή