Την ώρα που η παγκόσμια κατανάλωση καπνού ενισχύεται με ρυθμούς 1,5% – 2% σε ετήσια βάση λόγω της μεγάλης ζήτησης που προέρχεται από τις χώρες της Ασίας και της Βόρειας Αφρικής και αντισταθμίζει την πτωτική πορεία σε ΗΠΑ και Ευρώπη, η Ελλάδα, μια κατ” εξοχήν καπνοπαραγωγός χώρα, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και στερείται αρκετών εκατομμυρίων ευρώ σε συνάλλαγμα.
Η παραγωγή της Ελλάδας έχει περιοριστεί πλέον στα 26 εκατ. κιλά ετησίως, όταν το 2005 οι έλληνες καπνοπαραγωγοί προμήθευσαν τις μεταποιητικές μονάδες επεξεργασίας καπνού με 110 εκατ. κιλά! Η στέρηση της πρώτης ύλης είναι η επίπτωση που είχε το 2005 η απόφαση της πολιτείας αλλά και των αγροτικών οργανώσεων να δεχτούν από το 2006 την αποσύνδεση (decoupling) κατά 100% των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Δηλαδή να λαμβάνει ο αγρότης επιδότηση ανεξάρτητα από το αν παράγει ή όχι, με αποτέλεσμα οι καλλιέργειες να εγκαταλειφθούν και να γεμίσουν τα καφενεία από καπνοπαραγωγούς που περίμεναν βρέξει-χιονίσει την επιταγή από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να πληρωθούν.
Ειδικότερα, η ΕΕ πρότεινε το 2005 στα κράτη-μέλη της να διαλέξουν 50% ή 100% αποσύνδεση των επιδοτήσεων με την παραγωγή καπνού. Η τότε ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης με τη σύμφωνη γνώμη και της ΠΑΣΕΓΕΣ (για να ωφεληθούν όλοι οι καπνοπαραγωγοί) επέλεξε την ολική αποσύνδεση και μάλιστα από την πρώτη χρονιά, το 2006, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες καπνοπαραγωγικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα για τετραετή μεταβατική περίοδο, αφού από το 2009 και μετά η αποσύνδεση θα ήταν 100%. Υπολογίστηκε η παραγωγή των ετών 2000 – 2002 και βάσει αυτών των δικαιωμάτων ο καπνοπαραγωγός θα ελάμβανε την επιδότηση για το διάστημα 2006 – 2013.
Οι εκλεκτές ποικιλίες καπνού μπασμάς και Κατερίνη συνέχισαν να καλλιεργούνται γιατί είχαν και πολύ καλή εμπορική τιμή (περίπου 3.000 ευρώ η επιδότηση για κάθε 1.000 κιλά και περίπου 4.000 ευρώ η εμπορική τιμή), σε αντίθεση με την ποικιλία virginia που είχε χαμηλή εμπορική τιμή (περίπου 500 ευρώ τα 1.000 κιλά), με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να επιλέξουν τη διακοπή της καλλιέργειας αφού η εμπορική τιμή μόλις και μετά βίας κάλυπτε τα έξοδα παραγωγής (λιπάσματα, εργατικά χέρια κ.ά.) εισπράττοντας βεβαίως άκοπα την επιδότηση.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ, να περιοριστεί η παραγωγή στην πιο διαδεδομένη ποικιλία. Από τα 26 εκατ. κιλά της εφετινής παραγωγής τα 10 εκατ. κιλά είναι μπασμάς, τα 10 εκατ. κιλά Κατερίνη και μόλις τα 6 εκατ. κιλά virginia. Οι αγρότες που ασχολούνται πλέον με την παραγωγή καπνού έχουν περιοριστεί από 49.000 το 2005 σε 14.000 το 2012.
Το πάρτι αυτό με τις επιδοτήσεις λήγει το 2013, αλλά ήδη έχει καταφέρει να οδηγήσει σε αφανισμό τη μεταποιητική βιομηχανία στην Ελλάδα. Από τις 12 εταιρείες επεξεργασίας καπνού που λειτουργούσαν το 2005 έχουν μείνει μόνο τέσσερις (Μιχαηλίδης, Μισσιριάν, ΣΕΚΕ, Κavex), ενώ η ΣΟΚΟΤΑΜΠ μετέφερε το εργοστάσιο στα Βαλκάνια. Αλλά και από τις τέσσερις εταιρείες που παραμένουν στην Ελλάδα, ορισμένες από αυτές έχουν μεταφέρει γραμμές παραγωγής στα Βαλκάνια για να έχουν πρόσβαση στην πρώτη ύλη. Οι εργάτες στη μεταποίηση έχουν περιοριστεί στους 1.500 σε σχέση με 3.000 το 2005, ενώ σημαντικό χτύπημα έχουν δεχτεί και οι εποχικοί εργάτες που από 6.000 το 2005 δεν ξεπερνούν σήμερα τις 3.000.
Με τη λάθος τακτική που όπως αποδεικνύεται ακολούθησε η πολιτική ηγεσία το 2005, ο κλάδος έχασε την ανταγωνιστικότητά του. Τοπικές οικονομίες στην περιφέρεια – και ειδικότερα σε Κομοτηνή, Ξάνθη, Μακεδονία και Αιτωλοακαρνανία – οδηγήθηκαν σε μαρασμό.
Παράλληλα, απαξιώθηκαν μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις στις οποίες είχαν προχωρήσει οι επιχειρηματίες μη υπολογίζοντας την κατάρρευση της παραγωγής της πρώτης ύλης. Η ελληνική βιομηχανία επεξεργασίας καπνού εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να εξάγει το 98% της παραγωγής της σε περίπου 25 χώρες.
Τα έσοδα από τις εξαγωγές υπολογίζονται εφέτος στα 200 εκατ. ευρώ, έναντι 500 εκατ. ευρώ σε σχέση με το παρελθόν αφού έχει χαθεί το συγκριτικό πλεονέκτημα. Ως το 2005 η χώρα μας ήταν μία από τις σημαντικότερες χώρες επεξεργασίας καπνού και όλες οι μεγάλες πολυεθνικές τσιγαροβιομηχανίες απορροφούσαν τα προϊόντα της. Ιδίως τα καπνά ανατολικού τύπου που έχουν φυσικό άρωμα.
πηγή : Το Βήμα (Βασίλης Κώτσης)