Του Δημοσθένη Κούρτοβικ / tanea.gr
Ο τούρκος Πρωθυπουργός είναι έξω φρενών με το σίριαλ για τον Σουλεϊμάν. Θεωρεί ανιστόρητο και γελοίο τον τρόπο που παρουσιάζεται εκεί ο Μεγαλοπρεπής. Πιθανότατα έχει δίκιο. Αλλά δεν πά’ να έχει, δεν πά’ να θυμώνει. Το σίριαλ συνεχίζεται και το παρακολουθούν παγκοσμίως 150 εκατομμύρια τηλεθεατές, με ιδιαίτερη βουλιμία στην τουρκοφάγο Ελλάδα. Αυτό μας στέλνει και ένα πολιτικό μήνυμα. Οχι όμως εκείνο που βλέπουν οι «ελληνόψυχοι» και βάζουν τις φωνές για κίνδυνο αφελληνισμού από την τουρκική πολιτισμική προπαγάνδα.
Ας αφήσουμε στην άκρη την κιτσάτη αισθητική του σίριαλ και το αφελές σενάριό του (σιγά μην ενοχλούν τέτοιες λεπτομέρειες το πλατύ κοινό, το αντίθετο μάλιστα). Ας παρακάμψουμε, εδώ, και το γεγονός ότι στην Ελλάδα της Κρίσης και του Μνημονίου εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας προτιμούν να νανουρίζονται με έρωτες στα οθωμανικά χαρέμια παρά να βλέπουν, για παράδειγμα, το εκπληκτικό δανέζικο σίριαλ «Borgen», με την οξυδερκέστατη, αλλά καθόλου ψυχρή ματιά του στις ίντριγκες, τους καταναγκασμούς και τα διλήμματα της σύγχρονης πολιτικής.
Ας τα παραβλέψουμε αυτά και ας αναρωτηθούμε: Ποια δική μας ιστορική μορφή θα μπορούσαμε – θα τολμούσαμε – να προβάλουμε με τέτοιον «εθνικά ασεβή» τρόπο (όπως λέει ο Ερντογάν για τον τηλεοπτικό Σουλεϊμάν), που να συγκινεί εκατομμύρια ανθρώπους έξω από τη χώρα μας; Τον Μέγα Αλέξανδρο; Μας έχουν προλάβει δεκάδες ξένοι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, που δεν δεσμεύονταν από τα δικά μας εθνικιστικά σύνδρομα και γι’ αυτό μπορούσαν να πάρουν όσες ελευθερίες ή να δώσουν όσα ψήγματα αλήθειας ήθελαν. Μήπως τότε κάποιον βυζαντινό αυτοκράτορα, ας πούμε τον Τσιμισκή, που άλλωστε δεν υστερούσε καθόλου από τον Σουλεϊμάν σε ερωτικές επιδόσεις; Μπα. Το Βυζάντιο έχει αποτυπωθεί στη διεθνή συνείδηση, με τη συνέργεια ημών των ιδίων, ως ένας κόσμος εσωστρεφής, μυστικοπαθής και άσαρκος, που το πολύ πολύ να εμπνέει μερικούς εξειδικευμένους λογίους (και τρεις-τέσσερις βαλκάνιους συγγραφείς, που οι αληθινές προθέσεις τους δεν θα μας άρεσαν, αν τις ξέραμε). Επειτα, πόσο θα άντεχε στις υστερικές καταγγελίες και απειλές μια τηλεοπτική σειρά που θα έδειχνε τον ένδοξο Τσιμισκή να συνωμοτεί με την ερωμένη του Θεοφανώ, κοτζάμ αυτοκράτειρα, για να ξεκάνουν τον άνδρα της, τον επίσης ένδοξο, πλην χωριάταρο Νικηφόρο Φωκά, και να του πάρουν τον θρόνο; Το πιθανότερο είναι ότι ούτε καν θα γραφόταν ένα τέτοιο σενάριο.
Γυρίστηκε μια «διεθνών προδιαγραφών» ταινία για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, που μπορεί να γέμισε με εθνική περηφάνια πολλούς Ελληνες, αλλά δεν έκανε καμιά σπουδαία διεθνή καριέρα, αφού η εθνική περηφάνια δεν είναι εξαγώγιμο προϊόν. Γυρίστηκε παλιότερα και μια ταινία για τον Καβάφη, η οποία με τον μουσειακό ακαδημαϊσμό της θα είχε εμπνεύσει στον Αλεξανδρινό μερικά από τα ειρωνικότερα ποιήματά του.
Στην πραγματικότητα, η οργή του Ερντογάν ενισχύει μάλλον παρά σχετικοποιεί το συμπέρασμα που υποβάλλει η σειρά για τον Σουλεϊμάν: οι Τούρκοι έχουν σήμερα χαλαρότερη, ανοιχτότερη στάση απέναντι στην Ιστορία τους και τον εαυτό τους από ό,τι εμείς. Γι’ αυτό και μπορούν ευκολότερα να πλασάρουν τέτοια πολιτισμικά προϊόντα (ή υποπροϊόντα) στο εξωτερικό και να έχουν, μέσω αυτών, πολιτισμική διείσδυση σε διεθνή κλίμακα. Η σημερινή Τουρκία δεν είναι πολιτισμικά απομονωμένη. Η σημερινή Ελλάδα είναι.
Η πολιτισμική απομόνωση είναι πάντοτε ο προπομπός της πολιτικής απομόνωσης. Ενα έθνος που δεν μπορεί να γίνει γνωστό έξω από τα σύνορά του ως ζωντανός πολιτισμός, που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ή να ανανεώσει τον δικό του «μύθο» (όχι βέβαια σαν εκείνον που μας έμεινε στα αζήτητα πριν από μερικά χρόνια, όσα και αν ξοδέψαμε για να τον διαφημίσουμε), ένα τέτοιο έθνος δεν αποκτά πρόσωπο στον κόσμο, δεν κερδίζει σε οικειότητα, συμπάθεια και κατανόηση, που, ας μη γελιόμαστε, του είναι απαραίτητες και πολιτικά, αν δεν είναι καμιά μεγάλη δύναμη στη διεθνή σκηνή.
Το σίριαλ «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» μπορεί να είναι φτηνιάρικο και ιστορικά αναξιόπιστο, αλλά διασκευάζει ένα κομμάτι της τουρκικής Ιστορίας σε παραμύθι ικανό να αγγίξει μάζες ανθρώπων, έστω ενός ορισμένου επιπέδου, που δεν έχουν καμία σχέση με την ίδια την Ιστορία της Τουρκίας. Με τρόπο ασφαλώς πολύ απαιτητικότερο, συγγραφείς λαών συγκρίσιμων με εμάς στο μέγεθος και τη διεθνή ισχύ μετέπλασαν κεφάλαια της δικής τους Ιστορίας σε κάτι μεγαλύτερο, σε αφηγήσεις που μιλούσαν για πανανθρώπινα θέματα και γι’ αυτό βρήκαν διεθνή απήχηση. Το έκανε ο Αντριτς με τις ιστορικές περιπέτειες της Σερβίας και της Βοσνίας, ο Σαραμάγκου με την πολιορκία της Λισαβώνας από τους Μαυριτανούς, ο Στσιπιόρσκι με τους διωγμούς των αιρετικών και των μαγισσών στην πολωνική πόλη Αράς τον 15ο αιώνα, ο Ούγκο Κλάους με τη βελγική αποικιοκρατία, ο Φουέντες, ο Γκαρσία Μάρκες, ο Λιόσα με την Ιστορία των χωρών τους της Λατινικής Αμερικής, το έκαναν πολλοί άλλοι.
Εμείς δεν κατορθώνουμε να επεξεργαστούμε σε ανάλογη προοπτική τη δική μας, τόσο μακρά και πολυκύμαντη Ιστορία, τόσο στενά και σε τόσο κομβικά σημεία συνυφασμένη με την παγκόσμια. Δεν το πετυχαίνουμε ούτε σε επίπεδο λαϊκού σίριαλ ούτε σε επίπεδο υψηλής τέχνης. Δεκάδες ιστορικά μυθιστορήματα γράφονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι ζήτημα αν υπάρχει ανάμεσά τους ένα που να μιλάει με τρόπο ικανό να συγκινήσει το διεθνές κοινό ως κάτι που το αφορά άμεσα, είτε από άποψη συναισθημάτων είτε από άποψη στοχασμού. Μιλώντας και γράφοντας σαν να είμαστε ο ομφαλός του κόσμου, γλιστράμε ολοένα περισσότερο προς τα οπίσθιά του. Πολιτισμικά και γι’ αυτό αναπόφευκτα, θα το ξαναπώ, πολιτικά.