«Καπνός από το Αγρίνιο, εξαιρετικό χαρμάνι, 18 ευρώ το μισό κιλό»

Οργιάζει το εμπόριο λαθραίου καπνού μέσω των αγγελιών

Στα περίπτερα γύρω από την Ομόνοια δεν είναι δύσκολο να τα βρεις. «Χύμα τσιγάρα έχετε;». Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς καν να διστάσει, ο περιπτεράς ψάχνει κάτω απ’ το ράφι μπροστά του. «Πόσα;», λέει.

Μέχρι πέρυσι, χύμα τσιγάρα με ντόπιο καπνό έβρισκες κυρίως στο Αγρίνιο και στην Ξάνθη. Στη Μεσσηνία και στο Ηράκλειο οι περιπτεράδες πουλούσαν χύμα ελληνικά τσιγάρα, είκοσι λεπτά το ένα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Μαριλης Mαργωμενου για την «Καθημερινή», τώρα, χύμα τσιγάρα υπάρχουν και στην Αθήνα. Και όχι μόνο στα περίπτερα. Γιατί τα φθηνότερα χύμα τσιγάρα είναι αυτά που φτιάχνει κανείς μόνος του, με λαθραίο καπνό που διακινείται μέσω αγγελιών και μηχανήματα γεμίσματος τσιγάρων. Μπορεί να είναι παράνομο, αλλά η κατανάλωσή τους όλο και αυξάνεται: τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, η έρευνα της εταιρείας Nielsen κατέληξε πως 15,7% των τσιγάρων στη χώρα μας είναι παράνομα. Δηλαδή, σχεδόν ένα στα επτά τσιγάρα που καπνίζουν οι Ελληνες!

Πατέντα
Με τη βοήθεια του Αντώνη Τ. καταλαβαίνω πώς τα χύμα τσιγάρα γίνονται οικιακή βιοτεχνία. «Εγώ θυμάμαι τον πατέρα μου να καπνίζει ντόπιο καπνό με ροζ χαρτάκι», λέει ο Αντώνης. «Μπορεί πια να μη ζω στο Αγρίνιο και το χαρτί να μην είναι ροζ, αλλά κατά τα άλλα, δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα». Στα 34 του, ο Αντώνης έχει πτυχίο μαθηματικών, αλλά είναι άνεργος. «Το μόνο που έχω, είναι χρόνος», απαντάει όταν τον ρωτάω πώς βρήκε την πατέντα με τα χύμα τσιγάρα. «Παλιά πλήρωνα 100 ευρώ τον μήνα για τσιγάρα και τώρα δεν πληρώνω ούτε 30. Δεν είναι κίνητρο αυτό για να ψάξεις και να βρεις;».

Ο Αντώνης ανοίγει μια ιστοσελίδα στον υπολογιστή και μου δείχνει τις μηχανές γεμίσματος των τσιγάρων με καπνό. Υπάρχει ελληνικό e-shop για όποιον θέλει να αγοράσει. Τον ρωτάω εκείνος ποια μηχανή έχει. «Αυτήν εδώ», μου λέει περήφανα κουνώντας το βελάκι του mouse πάνω στη φωτογραφία της. Το μηχάνημα μοιάζει σαν επιτραπέζιο συρραπτικό κι από κάτω γράφει «54 ευρώ».

«Και τον καπνό πού τον βρίσκεις;», τον ρωτάω. Δεν απαντάει, απλώς ανοίγει τρίτη σελίδα και γράφει στην μπάρα αναζήτησης «πωλείται καπνός χύμα». Διαβάζω τις αγγελίες που εμφανίζονται: «Περιοχή Αμπελόκηποι: Καπνός προς πώληση από το Ξηρόμερο Aιτωλοακαρνανίας 35 ευρώ το κιλό. 698…», «Περιοχή Αγία Παρασκευή: Καπνός χύμα βιολογικός χωρίς χημικά, αποστολή σε όλη την Ελλάδα.200 γρ.15 ευρώ και500 γρ.30 ευρώ. Αποστολή με courier. 694…». Το ίδιο απόγευμα, δοκιμάζω πόσο εύκολο είναι να παραγγείλει κανείς. Η αγγελία που διαλέγω είναι συγχρόνως και διαφήμιση: «Καπνός από το Αγρίνιο, μείξη με ποικιλία Τσεμπέλι, καταπληκτικό άρωμα, όχι αλβανικό, όχι κίτρινο, εξαιρετικό χαρμάνι. 18 ευρώ το μισό κιλό». Στο τηλέφωνο, η φωνή που απαντάει ακούγεται νεανική: «Ναι, παρακαλώ;». «Για τον καπνό ενδιαφέρομαι…», λέω. «Ναι, κυρία μου. Εχετε ξαναπάρει από εμάς;» – σαν να μιλάω με πολυκατάστημα.

Ο νεαρός περνάει το επόμενο πεντάλεπτο αναφέροντας ονόματα ποικιλιών που είναι αδύνατον να συγκρατήσω, μου εξηγεί πώς πρέπει να ψιλοκόβει κανείς τον καπνό, και άλλα πολλά, σαν να μιλάει για το χόμπι του. «Κι εγώ πώς θα τον διατηρήσω για να μην ξεραθεί;», τον ρωτάω. «Θα τον βάλεις σε σακούλες που να κλείνουν αεροστεγώς, από τα Τζάμπο», λέει, «και μετά θα σου δείξω εγώ πώς γίνεται, θα βάζεις λίγο φρούτο στην καθεμία, μήλο καλύτερα, για να κρατάει ο καπνός υγρασία…». Ο νεαρός μου λύνει τις απορίες πριν τις εκστομίσω, με τέτοια ευκολία που είναι εμφανές πως το ’χει ξανακάνει πολλές φορές. «Καλά, πόσους πελάτες έχεις;», τον ρωτάω. «Ουουου! Το τηλέφωνο όλη την ώρα χτυπάει!».