Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Ιδεολογικός υπέρμαχος του πνευματικού εξευρωπαϊσμού

Από τις προικισμένες μορφές στο νεοελληνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι του 20ού αιώνα υπήρξε ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (Αγρίνιο 1868 – Brindisi 1920): ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής έργων της ευρωπαϊκής κουλτούρας, αλλά και «πολιτικός» διανοούμενος. Ως νέος είχε εντυπωσιακή σταδιοδρομία: στην ηλικία των δεκαέξι ετών είναι κιόλας φοιτητής της Νομικής, έχοντας στην πορεία επιφανείς νομοδιδασκάλους: τον ρωμαϊστή Πέτρο Παπαρρηγόπουλο, ίσως και τον Παύλο Καλλιγά, τον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτσο, τον διεθνολόγο Στέφανο Στρέιτ, τον ποινικολόγο Κων. Κωστή και στη Φιλοσοφία του Δικαίου τον Νεοκλή Καζάζη, που με τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο επιζητούσε να δημιουργήσει «κοινωνικούς φιλοσόφους». Ο τελευταίος ήταν, μάλιστα, ο πρώτος που τον μύησε στη μελέτη του Faust του Goethe.

Την ίδια εποχή που ο Χατζόπουλος φοιτά στο Πανεπιστήμιο, το 1884, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματά του σε έγκυρα αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες, στην «Εβδομάδα» του Καμπούρογλου και ακολούθως στην Εστία. Στους κύκλους των Αθηναίων λογίων γίνεται κιόλας γνωστός. Νεαρός δικηγόρος 23 ετών επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου ασκεί το επάγγελμά του για μία πενταετία, ως το 1896, όπως φαίνεται από σχετικά δικόγραφα στο
Πρωτοδικείο Μεσολογγίου. Παράλληλα, κάνει εμφανή την παρουσία του στον τοπικό Τύπο, γράφοντας άρθρα και σατιρικές παρωδίες με διάφορα ψευδώνυμα. Είναι ένα από τα πρόσωπα που συμβάλλουν στην πνευματική χειραγώγηση της τοπικής κοινωνίας. Αν και το ισχυρό οικογενειακό του περιβάλλον τον προόριζε για τον πολιτικό στίβο, αφού είχε τη δυνατότητα να του εξασφαλίσει επίζηλη θέση στο Κόμμα του Χαρ. Τρικούπη, αυτός φιλοδοξούσε να γράψει την προσωπική του ιστορία «εις των ιδεών την πόλιν». Και στο σημείο αυτό ο
Χατζόπουλος αποτέλεσε εξαίρεση από τον κανόνα των μορφωμένων ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας, που οι περισσότεροι αναδεικνύονταν ή σταδιοδρομούσαν ως πολιτικοί.

Η διάσταση με τα κατεστημένα πρότυπα

Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Χατζόπουλος υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στην πρώτη γραμμή, ζώντας άμεσα το δράμα της εθνικής συντριβής, που οι επιπτώσεις της δεν ήταν μόνο στρατιωτικές και οικονομικές, αλλά και ηθικές, πνευματικές και ψυχολογικές. Η Ελλάδα έμοιαζε να κατρακυλά «βαθιά στου Κακού τη σκάλα, μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί». Σαν αντίδραση στον εκπεσμό των κατεστημένων αξιών, ο
Χατζόπουλος εκδίδει, τον Νοέμβριο του 1898, το περιοδικό Τέχνη, φιλοδοξώντας να εγκαινιάσει μια καινούργια περίοδο στα ελληνικά πολιτισμικά δεδομένα με την είσοδο του 20ού αιώνα: στη γλώσσα, την παιδεία, την τέχνη, το θέατρο, τις νοοτροπίες, τη σκέψη, την αίσθηση των πραγμάτων.
Η συμβολή της Τέχνης στη διεύρυνση του ελληνικού πολιτισμικού ορίζοντα υπήρξε όντως πρωτοποριακή, με το άνοιγμά της προς τις «βόρειες» λογοτεχνίες, ιδίως τις σκανδιναβικές και τη γερμανική. Ένας παλαιότερος κριτικός, ο Αιμ. Χουρμούζιος, σημασιολογούσε με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα την έκδοση του περιοδικού: «Αν ήθελε κανείς να ορίσει μιαν ημερομηνία για την απαρχή της νεώτερης ελληνικής “κουλτούρας”, του
σύγχρονου πνευματικού μας πολιτισμού, θα μπορούσε χωρίς ενδοιασμό να την τοποθετήσει στη χρονιά της έκδοσης της Τέχνης του Χατζόπουλου». Εντούτοις, η Τέχνη, «μεγαλοεπαναστάτισσα του καιρού της», κατά τον Νίκο Βέη, δημιούργησε «πολλούς εχθρούς», ακόμα και στους κύκλους των δημοτικιστών, που δεν εννοούσαν να διαρρήξουν τους γυάλινους πύργους της απομόνωσης και να ανοιχθούν στους πνευματικούς ορίζοντες της Ευρώπης. Η Τέχνη έσπαζε όντως την κατεστημένη παράδοση των ελληνικών περιοδικών γύρω από τη γλώσσα, το ύφος και τον προσανατολισμό. Ύστερα από λυσσώδη πολεμική ενός χρόνου, τον Οκτώβριο του 1899 το περιοδικό σταμάτησε, όχι όμως και ο αγώνας, καθώς έγραφε ο Χατζόπουλος στο τελευταίο του άρθρο: «Αν η νίκη δε
στεφανώνει κάθε αγώνα, η αντίσταση κι ο πόλεμος ενάντια σε αμαρτωλό καθεστώς είναι καθήκον, που για την Τέχνη είναι και Ζωή». Μετά το κλείσιμο του περιοδικού, ο Χατζόπουλος έφυγε κατά τις αρχές του 1900 για
τη Γερμανία, με πρώτους σταθμούς το Μόναχο και τη Λειψία και κατόπιν τη Δρέσδη. Εκεί γνώρισε τη νεαρή Φινλανδή Sunny Haggmann, την κατοπινή σύζυγό του και ζωγράφο. Παντρεύτηκαν στο Ελσίνκι κατά το προτεσταντικό δόγμα και ακολούθως ήρθαν στην Ελλάδα, κάνοντας και τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο γάμο. Για την άμεση εκείνη επαφή του με τη γερμανική κουλτούρα έγραφε στη Haggmann: «Δεν βλέπω πώς μπορώ να εργαστώ
στην Ελλάδα. Το ταξίδι μου αυτό στη Γερμανία, αν και μ’ έχει πλουτίσει, μ’ έχει συγχρόνως φτωχύνει αφάνταστα. Εδώ κατάλαβα πόσο αδύναμος είμαι». Γι’ αυτό και αποδύθηκε σ’ έναν σκληρό αγώνα ευρύτερης θεωρητικής κατάρτισης.

Οι άξονες της σκέψης του και το εργατικό κίνημα

Ως διανοούμενος ο Χατζόπουλος κινήθηκε σε τρεις βασικούς ιδεολογικούς άξονες, που ορίζονταν από τις ιστορικές πραγματικότητες της εποχής: τον δημοτικισμό, τον σοσιαλισμό και το εργατικό κίνημα. Είναι ένα τρίπτυχο σχήμα ιδεών και πεποιθήσεων, που επηρεάζουν βαθύτατα και σχεδόν αποκλειστικά τη δράση του και το πνευματικό του έργο. Το 1905 ο Χατζόπουλος αποδημεί με την οικογένειά του για δεύτερη φορά στη Γερμανία, όπου εγκαθίσταται μόνιμα ως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γύρω στα 1906 ή αρχές του 1907 πραγματοποιείται η κοσμοθεωρητική μετάβασή του στον μαρξισμό και τονσοσιαλισμό, που τους μετακενώνει στην ελληνική κοινωνία με τα δοκίμιά του από τις στήλεςτου Νουμά και της εφημερίδας Εργάτης του Βόλου.
Η δημοτική γλώσσα για τον Χατζόπουλο αποτελεί το λειτουργικό όργανο επικοινωνίας για την αποτελεσματικότερη διαφώτιση και πολιτική χειραφέτηση πρωτίστως της εργατικής τάξης. Και η κοινωνιστική αυτή παράμετρος συνιστά την ειδοποιό ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στον Χατζόπουλο και τους «εθνικιστές» εκπροσώπους του δημοτικισμού. Χαρακτηριστικά για το ιδεολογικό αυτό ζευγάρωμα δημοτικισμού και σοσιαλισμού είναι όσα αναγράφονται στο πρώτο άρθρο του Καταστατικού της «Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης», που το 1909 ο Χατζόπουλος ιδρύει στο Βερολίνο: «Συσταίνεται Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ένωση, με το σκοπό να βοηθήσει το άπλωμα τόσο του Σοσιαλισμού, όσο και της δημοτικής γλώσσας στην ελληνική κοινωνία». Βασισμένος στη «μαρξιστική υλιστική αντίληψη της Ιστορίας», ο Χατζόπουλοςυποστηρίζει ότι τα «κοινωνικά καθεστώτα» δεν είναι παντοτινά. Υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή κατά το «ξετύλιγμα» της Ιστορίας. Η άποψή του είναι πως, αργά ή γρήγορα, θα ξεσπάσει και στην Ελλάδα η πάλη των τάξεων, ως «αναγκαία» συνέπεια της ολόπλευρης
πίεσης που ασκεί το κεφάλαιο στην εργασία. Η πρόοδος των «παραγωγικών μέσων» προκαλεί και την αντίστοιχη εξέλιξη του «τρόπου παραγωγής», επομένως και την αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Ο «νόμος της ζωής» συνεπιφέρει τη «μετάπλαση», όπως το βεβαιώνει ο Hegel και το τεκμηριώνει η θεωρία του «μαρξισμού», σύμφωνα με την οποία η «προλεταριακή επανάσταση» θα έρθει και στην Ελλάδα ως ιστορική
νομοτέλεια.

Παράλληλα με τους στενούς φιλικούς δεσμούς με διανοούμενους του κύρους του Krumbacher, Karl Dieterich, Stephan George, Hosslin, τον ζωγράφο Schneider και άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες, ο Χατζόπουλος αναπτύσσει σχέσεις και με το εργατικό κίνημα. Από νωρίς έρχεται σε προσωπική επαφή με τους Έλληνες εργάτες της Γερμανίας, γνωρίζοντας από κοντά τα προβλήματά τους. Αργότερα συνδέεται με την «Ελληνική Εργατική Ένωση Βερολίνου» προσφέροντας τη βοήθειά του με συγγραφή φυλλαδίων και μεταφράσεις κειμένων κοινωνιστικού περιεχομένου. Με τον Νίκο Γιαννιό γίνεται συνιδρυτής του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών», για λογαριασμό του οποίου μεταφράζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και το βιβλίο του Marx Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο. Έχει
συνεργασία με το «Εργατικό Κέντρο Βόλου», συμβάλλοντας στην ανάδειξή του με την αρθρογραφία του στον Εργάτη. Ανάλογη είναι η συμβολή του και στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Κερκύρας» με τον επιστήθιο φίλο του Κων. Θεοτόκη. Ενισχύει, επίσης, το εργατικό συνδικάτο «Άμυνα», καθώς και το «Εργατικό Κέντρο Πειραιώς», ενώ έχει διασυνδέσεις και με τη Federation Socialiste της Θεσσαλονίκης.

Το πολυεθνικό «Σοσιαλιστικό Κέντρο» της Κωνσταντινούπολης εκλέγει τον Χατζόπουλο ως αντιπρόσωπό του στο όγδοο συνέδριο της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς» στην Κοπεγχάγη, το 1910, αλλά η σχετική εξουσιοδότηση φτάνει καθυστερημένα στα χέρια του. Με την έναρξη του πολέμου, ο Χατζόπουλος εγκαταλείπει τη Γερμανία και τον Σεπτέμβριο του 1914 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου αγωνίζεται για την ενοποίηση των εργατικών καισοσιαλιστικών οργανώσεων. Προσκρούει, όμως, σε αγεφύρωτες προσωπικές αντιθέσεις και φιλοδοξίες, αλλά και στην ίδια την ανωριμότητα του ελληνικού εργατικού κινήματος. Δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της ομάδας των «Κοινωνιολόγων» και το 1916 συμμετέχει στην ίδρυση της «Εταιρείας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», προσβλέποντας σε μια βαθύτερη μελέτη των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Οι λογοτεχνικές πραγματώσεις
Ο Χατζόπουλος οικοδομεί το λογοτεχνικό του έργο με «λογισμό και μ’ όνειρο». Πριν από την αναχώρησή του για τη Γερμανία, συγκεντρώνει την ποιητική παραγωγή του και την εκδίδει το 1898 σε δύο συλλογές: Τραγούδια της Ερημιάς και Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια. Και οι δύο χρωματίζονται από τον πλούσιο διάκοσμο της ελληνικής Φύσης, με μια έντονη υποκειμενική διάθεση και συμβολιστική έκφραση. Η υπόλοιπη ποιητική δημιουργία του, από
το 1900 ως το 1920, στεγάζεται σε δύο ακόμα συλλογές με τίτλους: Απλοί Τρόποι και Βραδινοί Θρύλοι. Κι εδώ η ποίησή του είναι σιγανή, άτονη, μονόφωνη, σκυθρωπή, παρά τα εναλλασσόμενα λυρικά μοτίβα και τους διάχυτους μουσικούς ρυθμούς της. Είναι μια ποίηση που δεν διαρρέεται ψυχολογικά από τα γνωρίσματα του ιδεολόγου και ντετερμινιστή Χατζόπουλου. Ωστόσο, σε μερικά ποιήματα, όπως στο «Σαν Παραμύθι» στους «Απλούς
Τρόπους», υποδηλώνονται οι κοινωνικοί αγώνες της εργατικής τάξης. Η σημαντικότερη προσφορά του Χατζόπουλου στη λογοτεχνία είναι η πεζογραφία. Αυτό καταδεικνύει και η εμπεριστατωμένη ιστορικοφιλολογική ανάλυση του Γιώργου Βελουδή. Ό, τι ο Χατζόπουλος χάνει από την ποίηση, το κερδίζει από την πεζογραφία. Οι ήρωες που πλάθει στα διηγήματά του είναι αληθινοί, πραγματικοί «εν δυνάμει», πείθουν για την κοινωνική τους υπόσταση, τα αισθήματα, τις σκέψεις και τα προβλήματά τους. Στο διήγημά του «Αντάρτης» ένας μαχητής του μετώπου σαρκάζει την κατάντια του ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1897: «Στρατός! Στρατό το λένε αυτό το σκόρπιο ασκέρι; Χα χα!». Η νουβέλα Αγάπη στο Χωριό υφαίνεται πάνω στο πρόβλημα των ερωτικών σχέσεων των δύο
φύλων και της προίκας, που βαραίνει σαν ταφόπετρα στην τύχη των φτωχών κοριτσιών. Όλα στο έργο εκτυλίσσονται γύρω από το «συμφέρον». Κοινωνικό είναι και το υπόστρωμα στο μυθιστόρημα Φθινόπωρο, στο οποίο ο συγγραφέας δίνει θαυμάσιες ρεαλιστικές εικόνες από τη ζωή, τα πάθη, τις αντιθέσεις και την ψυχολογία των ανθρώπων του μικροαστικού περιβάλλοντος της ελληνικής επαρχίας. Με τη νουβέλα του, εξάλλου, Υπεράνθρωπος, ο συγγραφέας σατιρίζει και διακωμωδεί τις παραμορφώσεις του νιτσεϊσμού από τους Έλληνες
λογίους της εποχής του. Ολοζώντανη στο πεζογραφικό έργο του Χατζόπουλου είναι η παρουσία της γυναίκας,
με όλα τα βάρη του φύλου της στις συνθήκες της περιβάλλουσας κοινωνίας. Οι γυναικείες μορφές δεν εξωραΐζονται, περιγράφονται μέσα στον κοινωνικό τους περίγυρο, όπου κινούνται έμποροι από τη Ρωσία και τη Βλαχία, μεταπράτες, κτηματίες, υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, τοκογλύφοι, δάσκαλοι, αξιωματικοί, γόνοι ξεπεσμένων τζακιών,προικοθήρες και τυχοδιώκτες κάθε λογής. Τύποι με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους
παρελαύνουν σε όλα τα πεζογραφήματά του: «Τάσω», «Αννιώ», «Ζωή», «Η αδερφή», «Το όνειρο της Κλάρας», το καθένα και μια πτυχή στη μετασχηματιζόμενη κοινωνία. Οι οικονομικές σχέσεις επηρεάζουν τη δράση των χαρακτήρων, όπως στα διηγήματα «Τάσω» και «Στο Σκοτάδι». Ο αντιφατικός κόσμος του εμπορίου και οι αλλαγές των επαγγελμάτων στη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα προβάλλουν στο διήγημα «Το σπίτι του δασκάλου». Η
έλλειψη του χρήματος ακυρώνει τις φιλοδοξίες και τα όνειρα των ηρώων ή εμπορευματοποιεί τον γάμο και τον έρωτα. Το χρήμα γίνεται η μόνη επιδίωξη του δικηγόρου Αλιβέρη στο ομώνυμο διήγημα.
Ο Πύργος του Ακροπόταμου είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του Χατζόπουλου και ένα από τα αξιολογότερα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Είναι έργο κοινωνικό. Ο μύθος έχειως ρεαλιστική βάση τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας και των κοριτσιών ενός πρώην δημάρχου και επάρχου, του Θώμου Κρανιά, σε μια επαρχιακή πόλη, προδήλως το Αγρίνιο. Ο οικονομικός εκπεσμός της οικογένειας στις νέες συνθήκες συνεπιφέρει και την ηθική έκπτωση των τριών άπροικων κοριτσιών, που στη συνέχεια «παραστρατούν», κυνηγώντας μάταια την έγγαμη αποκατάσταση. Το έργο πλαισιώνεται βεβαίως και με άλλα πρόσωπα, που το καθένα ψυχογραφείται με τις ιδιαιτερότητές του. Οι οικονομικοί κώδικες στο έργο αποτελούν το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τις αλλαγές στους κοινωνικούς ρόλους και τις συμπεριφορές των χαρακτήρων.
Ο Χατζόπουλος δημιούργησε κοινωνική πεζογραφία, που επηρέασε κι αυτόν ακόμα τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, αλλά και μεταγενέστερους ομοτέχνους του. Η καλλιέπεια του λόγου και το προσωπικό ύφος διακρίνουν όχι μόνο το καθαρά αφηγηματικό έργο του συγγραφέα, αλλά και τα αισθητικά και κριτικά δοκίμιά του, επίσης σημαντική προσφορά στη θεωρία της λογοτεχνίας. Πολύπτυχο, εξάλλου, είναι και το μεταφραστικό έργο του
Χατζόπουλου, ιδίως το θεατρικό. Μετέφρασε κάπου δεκατέσσερα έργα του ευρωπαϊκού ρεπερτορίου, που τα περισσότερα ανέβηκαν στο τότε «Βασιλικό Θέατρο» με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Θωμά Οικονόμου, ενώ άλλα στην ελεύθερη σκηνή: μερικά ήταν έργα των Σαίξπηρ και Goethe, Ibsen, Hauptmann, Sudermann, Strindberg, Gogol, Grillparzer και άλλων. Οι μεταφράσεις του Χατζόπουλου στάθηκαν μια ουσιαστική συμβολή στην παγίωση
μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής αντίληψης στο νεοελληνικό θέατρο των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Χατζόπουλος ήταν ένας ιδεολογικός υπέρμαχος του πνευματικού εξευρωπαϊσμού.

Ο Χατζόπουλος πρωτοστατεί στη διαμόρφωση μιας «συμβολιστικής» πεζογραφίας
Στην πεζογραφία αυτής της περιόδου ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει αναμφισβήτητα ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, κυρίως με τα δύο μυθιστορήματά του: Ο πύργος του Ακροπόταμου (πρώτη δημοσίευση 1909) και το Φθινόπωρο (1917). Εν αντιθέσει προς τη ρεαλιστική συνεπεία την οποία επιδεικνύει ο Θεοτόκης, ο Χατζόπουλος πρωτοστατεί στη διαμόρφωση μιας «συμβολιστικής» πεζογραφίας, στραμμένης προς τον εσωτερικό
προσωπικό χώρο, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει τους ρεαλιστικούς στόχους του. Ο κοινωνικός προβληματισμός και συγχρόνως η λυρική ψυχογραφική πρόθεση χαρακτηρίζουν έτσι, εκτός από τα δύο συγκεκριμένα μυθιστορήματα, τα περισσότερα διηγήματα που γράφονται ως το 1914.
Σε ένα από αυτά, τον «Αντάρτη» (1907), καταπιάνεται -όπως και ο Βουτυράς με το «Λαγκά»- με το νωπό ακόμη πόλεμο του 1897. Ο πόλεμος αυτός κορυφώθηκε, όπως είναι γνωστό, στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, και η οδυνηρή έκβασή του οριστικοποιήθηκε το Μεγάλο Σάββατο -παραμονή της Ανάστασης. Η σύμπτωση αυτή λειτούργησε για ευνόητους λόγους δελεαστικά, καθώς ευνοούσε τη μυθική πραγμάτευση των γεγονότων και την παραβολή τους με το θρησκευτικό θέμα των Παθών και της Ανάστασης. Η δυνατότητα αυτής της μεταφοράς αξιοποιήθηκε και στο συγκεκριμένο διήγημα του Χατζόπουλου. Εάν μάλιστα στο «Λαγκά» η αφήγηση ήταν «διαμεσολαβημένη», αφού ο αφηγητής από την Αθήνα, όπου ζούσε, συνέθετε τα γεγονότα από τις καθημερινές ειδήσεις των εφημερίδων, στο διήγημα του Χατζόπουλου η αφήγηση εμφανίζεται ως άμεση μαρτυρία από το μέτωπο. Στο διήγημα εκτίθεται η τραγελαφική κατάσταση ενός ανοργάνωτου στρατού, ο οποίος μαζί με διάφορες άτακτες ομάδες, εθελοντές «σοφτάδες» και 1.000 γαριβαλδινούς, έχει συρθεί στα σύνορα χωρίς όπλα και πολεμοφόδια. Ακόμη, εάν στο «Λαγκά» ο σκεπτικισμός εκφέρεται με σκοπό να εξισορροπήσει το γενικότερο παροξυσμό και τον
πολεμικό οίστρο, προοικονομώντας -κατ’ επέκταση- την οδυνηρή έκβαση του πολέμου, στον «Αντάρτη» όλη η κινητοποίηση εμφανίζεται ως κωμικό κακέκτυπο πολεμικής εκστρατείας. Ευθύς εξαρχής -στο διήγημα του Χατζόπουλου- σαρκάζεται, από τον προσγειωμένο λοχαγό Βουλοδήμο, τόσο η (αν)ετοιμότητα του ελληνικού στρατού όσο και η ανεδαφική αισιοδοξία των ετερόκλητων, απειροπόλεμων εθελοντών. Η έκβαση του πολέμου δικαιώνει απολύτως το λοχαγό, καθώς κυνηγημένοι οι έλληνες στρατιώτες φθάνουν στην Άρτα με χτυπημένα τα
πόδια από τα τσαρούχια, κουβαλώντας στους ώμους σφαγμένα αρνιά για τη Λαμπρή, λεηλατώντας τα μαγαζιά, γυρεύοντας κρασί και καπνό. Με τα διηγήματα του Χατζόπουλου βρισκόμαστε ασφαλώς μπροστά σε μια ουσιαστική μεταβολή: την πατριωτική μεγαληγορία και τους οραματισμούς διαδέχονται οι χαμηλοί τόνοι, η αμφισβήτηση του ηρωισμού, η ενδοσκόπηση και η μοναξιά.
Η Κούλια του Ακροπόταμου πρωτοδημοσιεύθηκε το 1909, σε 14 συνέχειες, στο Νουμά. Κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο Ο πύργος του Ακροπόταμου το 1915. Η αφήγηση παρακολουθεί τη ζωή τριών νέων γυναικών, οι οποίες ζουν απομονωμένες στον ερειπωμένο πύργο του πατέρα τους. Η σταδιακή συντριβή των ονείρων τους, η μοναξιά, η πλήξη, η αδυναμία τους να αντιδράσουν στη μοίρα τους, η σωματική φθορά, συστοιχίζονται με την τύχη και την ερήμωση του πύργου (ο τίτλος του μυθιστορήματος προδηλώνει αυτήν ακριβώς την αντιστοιχία). Τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτή την ιστορία -συνηθισμένοι άνθρωποι, στερημένοι από υψηλά ιδανικά- προσλαμβάνουν μάλιστα καθολικές διαστάσεις (τη γενίκευση ευνοεί και η χωροχρονική αοριστία). Αξίζει επίσης να σημειωθεί και το γεγονός ότι τα διαλογικά μέρη καταλαμβάνουν τα τρία τέταρτα περίπου της αφήγησης· ο διάλογος υπακούει μάλιστα στις αρχές της φωνογραφικής πιστότητας, καθώς αποτυπώνει την ιδιόλεκτο των προσώπων.
Η κριτική επανειλημμένα υποστήριξε την άποψη ότι το Φθινόπωρο διαφοροποιείται ριζικά από όλα τα προηγούμενα έργα του Χατζόπουλου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τα σημεία που συνδέουν το συγκεκριμένο έργο με τα προηγούμενα του ίδιου συγγραφέα είναι πολύ περισσότερα από όσα το διαφοροποιούν. Με αυτή την έννοια, η παγιωμένη άποψη ότι με το Φθινόπωρο εισάγεται ο συμβολισμός στη νεοελληνική πεζογραφία αγνοεί το γεγονός ότι, τόσο στα διηγήματα που γράφονται γύρω στα 1910 όσο και στον Πύργο τουΑκροπόταμου, το ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης εμβολιάζεται με τυπικές συμβολιστικές τεχνικές, όπως είναι οι αντιστοιχίες ανάμεσα στην ψυχική κατάσταση των ηρώων και τη φύση ή τον αισθητό -γενικά- κόσμο, η υποκειμενική ανάπλαση των γεγονότων, η μουσική υποβολή που επιδιώκεται με τις επαναλήψεις και τη λυρική εκφορά. Τα βασικά θέματα που
κυριαρχούν στο Φθινόπωρο (ημίφως, κλειστοί χώροι, χωροχρονική ασάφεια, πλήξη, φθορά) θα τα συναντήσουμε στα περισσότερα πεζά του Χατζόπουλου. Η διαφορά ανάμεσα στο Φθινόπωρο και τα προηγούμενα έργα αφορά περισσότερο ποσότητες, αφού πράγματι στο Φθινόπωρο ό,τι προέχει είναι η υπονόμευση της δράσης, η εμμονή στα επουσιώδη και ασήμαντα, η υποβολή, οι ελλειπτικοί διάλογοι, η ασάφεια, η δημιουργία μιας φθινοπωρινής εντέλει ατμόσφαιρας, και η εξεικόνιση μ’ αυτό τον τρόπο των ψυχικών διακυμάνσεων των ηρώων,
μέσα από επαναλαμβανόμενες περιγραφές που αφορούν αντικειμενικές εικόνες και σχήματα: ουρανός, αστερισμοί, σύννεφα, θάλασσα, φως, δέντρα. Τα συμβολιστικά αυτά στοιχεία υπάρχουν, ωστόσο, σε μικρότερες δόσεις, σταπερισσότερα πεζογραφήματα του Χατζόπουλου. Για παράδειγμα, οι ήρωές του ανήκουν, κατά κανόνα, στην
κατηγορία του «αντιήρωα»· άνθρωποι αδύναμοι, χωρίς εσωτερικές αντιστάσεις, οι οποίοι οδηγούνται προοδευτικά στη φυσική και ψυχική κατάρρευση. Είναι ενδεικτικό ότι η αφήγηση, τόσο στον Πύργο του Ακροπόταμου όσο και στο Φθινόπωρο, επισφραγίζεται με το θάνατο (η Φρόσω και η Μαρίκα αντίστοιχα)· συνέπεια αρρώστειας και ψυχικού μαρασμού.