Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Στο 1Q84 η μυθιστορηματική δράση του Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι εκτυλίσσεται με τον υπαινιγμό ότι το παρελθόν είναι παρόν εν ποιήσει. Ώστε, διαμορφώνεται ένας χρόνος μυστηρίου, πλοκής και φιλοσοφικής ενατένισης επί δύο, μέσα από τα μάτια της γυναίκας-Αομάμε- και του άντρα-Τένγκο-. Εκ πρώτης όψης, η Αομάμε βαδίζει προς το άγνωστο, ενώ ο Τένγκο κάνει βήματα προς τα πίσω, στην παιδική ηλικία και τις ανεξίτηλες τραυματικές εικόνες της.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του σύγχρονου συγγραφέα, μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Μαρία Αργυράκη-των εκδόσεων Ψυχογιός- έχει για αφηγηματικό σημείο συμβολισμού και παράδοξη αφετηρία δράσης το έτος 1984, εκ του Οργουελιανού πυρήνα του Μεγάλου Αδελφού. Ωστόσο, καθώς ο συγγραφέας εξελίσσει αυτά που δανείζεται, το 1984 θα γίνει 1Q84. Πέραν του λογοπαίγνιου, όπου το 9 στα ιαπωνικά προφέρεται «κίου», «Q» είναι ο καθρέφτης του μεγάλου ερωτηματικού· είναι το σήμερα, ένα έκπτωτο γράμμα σε μια, κατά τα άλλα, μαθηματική ρίζα των υπολογισμών. Σε αυτή τη μυστικιστική σύγχυση, της Πόλης των γάτων, ανήκουν και οι ζωές του Τένγκο και της Αομάμε, με κοινό χαρακτηριστικό το μοναχικό χαρακτήρα τους.
Η δομή του μυθιστορήματος διαιρείται σε κεφάλαια, μέσα από τα οποία εναλλάξ ο Μουρακάμι διατρέχει τις ζωές των ηρώων του. Η Αομάμε, της οποίας το όνομα σημαίνει «μπιζέλι», διδάσκει πολεμικές τέχνες. Ο Τένγκο αποπειράται να γράφει αν και οι σπουδές του αφορούν στα μαθηματικά. Οι ζωές τους είναι παράλληλες. Όμως, διαβάζοντας τα κεφάλαια στη σειρά, ο αναγνώστης αρχίζει και βλέπει ότι ο Μουρακάμι γράφει σαν να τρέχει. Από το τρίτο ήδη κεφάλαιο, ένας φόνος έχει σημειωθεί. Δε μένει παρά να ξεδιπλωθούν τα κίνητρα του φόνου, αν πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός ή για μια τιμωρία-καταπέλτη στους θύτες βίας. Αυτή η πορεία προς την διαλεύκανση διεγείρει τη φαντασία και τον ενθουσιασμό του αναγνώστη, στην αρχή τουλάχιστον.
Το βασικό, βέβαια, ερώτημα είναι αν οι ζωές του Τένγκο και της Αομάμε διασταυρώνονται, διασταυρώθηκαν ή δεν έχουν σχέση μεταξύ τους. Η απάντηση έρχεται διαβάζοντας. Πλησιάζοντας προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου, ο αναγνώστης θα έχει νοερά βιώσει μια ιστορία, η οποία τα εμπεριέχει σχεδόν όλα: επεισόδια και αιτίες, επιρροές και συγχρονίες με το σήμερα: με τη μόδα και την ιαπωνική κουλτούρα. Ενώ συγχρόνως, μια σειρά από ονόματα, όπως είναι το τσάι «μουγκίτσα», το κρασί «σάκε» ή το κοινόβιο Σακιγκάκε, συνθέτουν το σύγχρονο έπος μυστηρίου και περιπλάνησης, με αναφορές σε πολιτιστικής ή ιδεολογικής φύσεως τελετουργικές συνήθειες, ενισχύοντας τη δυναμική της ιστορίας.
Όσον αφορά σε αυτήν τη δυναμική, εμφανές είναι ότι στα έργα του Μουρακάμι, ο μύθος αναμειγνύεται με την πραγματικότητα ιδωμένη ως παρελθόν-παρόν-μέλλον. Ο συγγραφέας προσδίδει ένα φιλοσοφικό χαρακτήρα στο γραπτό, ώστε η ιστορία να εμπλουτίζεται από ιδέες. Αυτές συγκινούν, δημιουργούν μια προοπτική, κρατούν τον αναγνώστη σε επαφή με το κείμενο. Συγχρόνως, εκθέτουν το σύγχρονο τρόπο ζωής που έχει δομηθεί στη βάση του δήθεν και του αληθοφανούς. Για παράδειγμα, ότι από τους ανθρώπους έχουν κλαπεί ο χρόνος και η ελευθερία, ισχύει. Όταν, όμως, αυτό απαντάται σε ένα κείμενο, προκαλεί τη σκέψη. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η μεταφραστική διαδικασία δεν απογειώνει τη γλώσσα καθαυτή, αλλά δείχνει τη μαζικότητα του κειμένου, απ’ όπου και ξεπροβάλλουν μερικές ποιητικές στιγμές. Σαν να είσαι στη λεωφόρο και αίφνης, χάνεσαι σε ένα σοκάκι. Και αυτό, πράγματι, είναι χαρακτηριστικό του είδους μπεστ σέλερ.
Γενικά ο Μουρακάμι διαμορφώνει μια ατμόσφαιρα φιλοπερίεργης μορφής από τις επιρροές ή τις εντυπώσεις του, από όσα δανείζεται, ή αλλιώς, μνημονεύει με τη σειρά του, βασιζόμενος σε παγκόσμια ονόματα των τεχνών και των γραμμάτων: του Τσέχωφ, του Γιανάτσεκ και του Όργουελ. Επαναλαμβάνει τις εικόνες, για να εντυπωθούν και στον αναγνώστη, αν και αυτό μερικές φορές καταλήγει να δείχνει κοινότοπο αντί να είναι υποβλητικό. Οπωσδήποτε δεν είναι η ιστορία της γλώσσας αλλά του μύθου που τον κινεί να κάνει ένα αρχιτεκτόνημα, μυστικιστικό ομοίωμα παγόδας, με επτά ανθρωπάκια, με τη Φουκαέρι και τη Χρυσαλλίδα του Αέρα. Πλάθει τη σχέση του Τένγκο με την Αομάμε όπως τα δυο φεγγάρια του ουρανού ή της ψυχής. Και η συμβολική διάκριση ανάμεσα στη ντότα και στη μάδα, όπως αποκαλύπτεται προς το τέλος της ιστορίας, επίσης εξυπηρετεί αυτό το διχασμό, ανάμεσα σε είναι και φαίνεσθαι, θέμα που ανέκαθεν απασχόλησε τη σκέψη.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση, γρήγοροι ρυθμοί, εκτενές κείμενο. Όλα δημιουργούν έναν κόσμο από παραλληλίες ανάμεσα σε ζωή και πραγματικότητα που δεν μπορείς ούτε να προσπεράσεις ούτε να μη διερευνήσεις περαιτέρω. Διότι, οι νέες τεχνολογίες έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η πρόσληψη της ιστορίας, διαμορφώνοντας έναν πιο ατομικιστικό τρόπο συμμετοχής στα δεδομένα της. Αυτό ο Μουρακάμι το ξέρει πολύ καλά και το αξιοποιεί άριστα για να είναι στους πολυδιαβασμένους των ημερών ανά τον κόσμο.
Χαρούκι Μουρακάμι, 1Q84, μτφρ. από τα ιαπωνικά Μαρίας Αργυράκη, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012