Γράφει η Αρετή
Υπάρχουν κάτι πρωινά που ξυπνάς και το κεφάλι σου βουίζει από ήχους ονείρων. Τα μάτια σου βαριά και πρησμένα προσπαθούν να ανοίξουν να δουν την πραγματικότητα. Η ώρα περνά και ο ήχος του ρολογιού, αμείλικτος.
Η βουή των ανθρώπων που πέρασαν από την ζωή σου, γίνεται μουσική και χορεύεις αυτό που είσαι τώρα. Ένας έρωτας που έφυγε, ένας έρωτας που νόμιζες ότι είναι έρωτας. Μια προδοσία, μια φιλία… Όλοι οι άνθρωποι μαζεμένοι να σου τραγουδούν. Λίγοι απ’ αυτούς έχουν κρατήσει ανεξίτηλη μια δυνατή φωνή και παρουσία. Αυτοί που αγαπήσαμε και φύγαν έχουν πάντα ένα αλαφρύ πέπλο νοσταλγίας. Αυτοί που μας πρόδωσαν και μας πόνεσαν είναι οι δυνατές φωνές τους μέσα μας. Είναι όλα αυτά που μας κάνουν να μην πιστεύουμε, να μην αφήνουμε τον εαυτό μας να πέσει ξανά σε ένα όνειρο βαθύ χωρίς κρατήματα. Ο πόνος θα είναι πάντα ένα από αυτά τα όνειρα που ξυπνάς και τα θυμάσαι για μέρες. Με όλες τις λεπτομέρειες.
Σήμερα έχω ένα κεφάλι βαρύ και μάτια πρησμένα. Ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων φέρνει μπροστά στα μάτια μου την πιο μεγάλη αλήθεια. Είναι υπέροχη η ελεύθερη πτώση, λέω και γελάω. Μα δεν θα έπεφτα ποτέ αν δεν ήμουν δεμένη από παντού και αν δεν ήξερα πως πάντα θα υπάρχει κάποιος κάτω να με πιάσει.
Το θέμα δεν είναι πόσοι μας πλήγωσαν, πόσους πληγώσαμε (και δεν το καταλάβαμε-αυτό είναι πιο φριχτό), είναι που η πλάτη μας γίνεται βαριά και κουβαλάμε πιο πολύ ενοχές και αναστολές. Όσο πιο πολύ βαραίνεις, τόσο με μεγαλύτερη δύναμη θα σκάσεις στο κενό.
Τούτο το πρωινό που παλεύω να ξυπνήσω από το χθες, νιώθω βαριά και γεμάτη. Θέλω να βγάλω φτερά για μια στιγμή και να τα δω όλα αυτά από ψηλά και να πιστέψω πως η ευτυχία είναι τώρα. Σ’ αυτό το κρεβάτι. Και πως σήμερα είναι μια καινούρια μέρα. Όταν μπορέσω να τα δω από ψηλά θα καταλάβω πόσο μικρά είναι. Θέλω να νιώσω την χαρά να σε ρίχνει κάποιος, να σηκώνεσαι και να πηγαίνεις πιο ψηλά. Θέλω να αφεθώ στην ελεύθερη πτώση και να είμαι σαν φτερό που χορεύει στον αέρα μέχρι να ακουμπήσει τη θάλασσα.