πηγή : Νίκος Κορδόσης
Ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες του Μεσολογγίου είναι ο γιατρός Γεώργιος Παπακώστα Κυριαζής.
Είχε γεννηθεί το 1825 στον Πλάτανο Ναυπακτίας απ΄όπου, αφού τέλειωσε το «Στοιχειώδες» σχολείο, ήλθε στο Μεσολόγγι και φοίτησε στο Σχολαρχείο της πόλης. Στη συνέχεια γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ΄την οποία αποφοίτησε με άριστα ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μονπελιέ και στο Παρίσι πριν επιστρέψει στην Ελλάδα για να εξασκήσει το ιατρικό επάγγελμα αρχικά στη Ναύπακτο και ακολούθως στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα μετανάστευσε στη Ρουμανία όπου διορίστηκε νομίατρος , έγινε προσωπικός γιατρός του ηγεμόνα Κούλη, διεύθυνε το πρώτο νοσοκομείο του Βουκουρεστίου, ίδρυσε ιατροχειρουργική εταιρεία και δέχθηκε αναρίθμητους Έλληνες που τον επισκέπτονταν στη Ρουμανία προσφέροντάς τους δωρεάν τις υπηρεσίες του.
Στο Βουκουρέστι παντρεύτηκε την Ελένη Ξενοκράτη η οποία διέμενε μόνιμα εκεί με τον πάμπλουτο πατέρα της Κωνσταντίνο Ξενοκράτη και ο οποίος την κολοσσιαία περιουσία του με διαθήκη την άφησε «υπέρ του στόλου και των φιλανθρωπικών καταστημάτων» ορίζοντας ως εκτελεστή των όρων αυτής τον γαμπρό του Γεώργιο Κυριαζή.
Με την ιδιότητα αυτή ο Κυριαζής και μετά από πολλές προσπάθειες κατόρθωσε να ιδρύσει στο Μεσολόγγι το 1885 το «Ξενοκράτειο Παρθεναγωγείο» ενώ δύο χρόνια μετά επιστρέφοντας και πάλι στο Μεσολόγγι διέθεσε από την δική του πλέον περιουσία μεγάλα χρηματικά ποσά αφ΄ενός για την οικοδόμηση του καινούργιου ναού του Αγίου Παντελεήμονος και αφ΄ετέρου για τον εξοπλισμό του νοσοκομείου Χατζηκώστα και του δημοτικού σχολείου Θηλέων.
Ωστόσο η μεγαλύτερη και σημαντικότερη προσφορά του ήταν η ίδρυση και λειτουργία της «Επαγγελματικής Σχολής Γεωργίου και Ελένης Κυριαζή», το γνωστό για τους Μεσολογγίτες και τους Αιτωλοακαρνάνες γενικότερα «Πολυτεχνείο», που προέβλεπε την λειτουργία τεσσάρων σχολών.
«Προορισμός της Επαγγελματικής Σχολής », σημειώνει ο Κυριαζής στο συμβόλαιο της δωρεάς, «είναι η τεχνική εκπαίδευσις απόρων παίδων εις την Σιδηρουργίαν, Ξυλουργίαν, Ραπτική και Υποδηματοποιία ών η χρησιμότης εν Ελλάδι είναι αναμφίβολος…».
Το κτίριο της Σχολής ανεγέρθηκε σε οικόπεδο που παραχώρησε το 1899 επί δημαρχίας Σ. Στάϊκου ο Δήμος Μεσολογγίου στην περιοχή «Κάναλη» και με σχέδια του μηχανικού Μιλτιάδη Σέχου οικοδομήθηκε το κτίριο προκειμένου να λειτουργήσουν σε αυτό, παρά τον αρχικό σχεδιασμό, μόνο οι σχολές Ξυλουργικής – Επιπλοποιίας και Υποδηματοποιίας δεδομένου ότι το ποσό 600.000 χρυσών φράγκων που διέθεσε το 1892 ο Κυριαζής δεν επαρκούσαν για την λειτουργία και των τεσσάρων σχολών σε βάθος χρόνου.
Η έναρξη της λειτουργίας του «Πολυτεχνείου» έγινε το 1906 με διοίκηση στην οποία συμμετείχαν ο Επιμελητής (διοικητικός διευθυντής θα λέγαμε σήμερα), ο Οικονόμος (διαχειριστής) και οι εργοστασιάρχες (διευθυντές των δύο σχολών).
Προϋπόθεση της εισαγωγής στις σχολές για την οποία οι μαθητές έδιναν εξετάσεις ενώπιον επιτροπής, ήταν να έχουν ηλικία 14 έως 16 ετών, να είναι απόφοιτοι δημοτικού με καλή διαγωγή και να προέρχονται από άπορες αλλά έντιμες οικογένειες οποιουδήποτε νομού της Ελλάδος αλλά το 1/3 εξ αυτών να κατάγεται από την περιοχή της Ναυπακτίας ή των δήμων Μεσολογγίου και Αιτωλικού.
Μετά την επιτυχή εξέταση των υποψηφίων ακολουθούσε η ιατρική εξέταση και στη συνέχεια η εγγραφή ως εσωτερικών – οικότροφων σπουδαστών για δύο τουλάχιστον χρόνια που μπορούσαν να παραταθούν έως τα τέσσερα.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σχολής ήταν ότι στα τεχνικά μαθήματα είχε προστεθεί η καθημερινή εκμάθηση μουσικής δεδομένου ότι υπήρχε επίσημη συνεργασία με την στεγαζόμενη στο ίδιο κτίριο δημοτική φιλαρμονική στην μπάντα της οποίας μετείχαν, και μάλιστα αμειβόμενοι, οι οικότροφοι σπουδαστές.
Έτσι αποφοιτώντας από την σχολή ελάμβαναν ,εκτός από τα δωρεάν εργαλεία τους για την ίδρυση δικής τους δουλειάς, και ένα ατομικό βιβλιάριο της Εθνικής Τράπεζας που ήταν κατατεθειμένα τα χρήματα από τις συμμετοχές τους στις διάφορες μουσικές εκδηλώσεις και στις εβδομαδιαίες παραστάσεις που έδιναν στην πλατεία Μπότσαρη και οι καταστηματάρχες της οποίας στα προσφερόμενα είδη είχαν καθιερώσει τιμές «μετά μουσικής».
Αριστουργηματικό δείγμα της σχολής επιπλοποιίας μπορεί να διαπιστώσει και σήμερα οποιοσδήποτε παρατηρώντας τα έπιπλα του Παλαιού Δημαρχείου – Δημοτικής Πινακοθήκης.
Τα έπιπλα αυτά τα έχουν κατασκευάσει το 1932 οι μαθητές της σχολής με την επίβλεψη και καθοδήγηση του διευθυντού και καλλιτέχνη – σκαλιστή επιπλοποιού Σπύρου Γιαλομάτη ο οποίος, κατά την επιθυμία του Δημάρχου Χρήστου Ευαγγελάτου που τα είχε παραγγείλει, μετέβη στην Αθήνα όπου παρέμεινε για ένα ολόκληρο μήνα προκειμένου να «αντιγράψει όλους τους ρυθμούς των επίπλων των χρησιμοποιουμένων είς την Βουλήν, τα θέατρα και τας βιβλιοθήκας».
Η σχολή λειτούργησε σε δύο περιόδους. Από το 1906 έως το 1922 με την λειτουργία του τμήματος ξυλουργικής – επιπλοποιίας που διακόπηκε λόγω επιτάξεως του κτιρίου για την στέγαση των προσφύγων και στη συνέχεια του Ιεροδιδασκαλείου και από το 1930 έως το 1940 με την λειτουργία και δεύτερης σχολής Υποδηματοποιίας που και αυτή διακόπηκε λόγω της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου και στη συνέχεια της μετατροπής του κτιρίου σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Μετά την λήξη του πολέμου έγινε απόπειρα επαναλειτουργίας των σχολών του «Πολυτεχνείου» αλλά δυστυχώς δεν κατέστη αυτό δυνατόν, λόγω «υποτίμησης» της αξίας των ομολογιών που είχε «υποχρεωθεί» από το Κράτος το Ίδρυμα να αγοράσει με τα χρήματα της περιουσίας του διαθέτη.
Έτσι με τα χρόνια το υπέροχο νεοκλασικό κτίριο, για το οποίο ο Γεώργιος Κυριαζής διέθεσε το τεράστιο ποσό των 600.000 χρυσών φράγκων, αντί να εξυπηρετεί τον «αποκλειστικό σκοπό» για το οποίο διατέθηκε δηλαδή την «τεχνική εκπαίδευση απόρων παίδων», και από το οποίο αποφοίτησαν εκατόν εξήντα επτά άριστοι τεχνίτες, οι περισσότεροι των οποίων και εκλεκτοί μουσικοί, μετατράπηκε σε κτίριο φιλοξενίας δημόσιων σχολείων χωρίς έκτοτε η επιτροπή διαχείρισης του Ιδρύματος να έχει την δυνατότητα να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο συνεστήθη.