πηγή : Νίκος Κορδόσης / facebook.com/profile
Διαβάζοντας κανείς την Ιστορία του ΄21 αρκετές φορές θα σταματήσει μπροστά σε ηρωϊκές μορφές κληρικών που τίμησαν τα ράσα τους και κάποιες φορές θα γονατίσει μπροστά στις εκπληκτικές πράξεις αυτοθυσίας τους για την Ελευθερία. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του επισκόπου Ιωσήφ Ρογών ή Ρωγών που «ημίκαυστος απεκεφαλίσθη» δύο μέρες μετά την εθελούσια, ομόθυμη και προμελετημένη πορεία προς τον θάνατο της Φρουράς του Μεσολογγίου.
Ο Ιωσήφ καταγόμενος από τα Αμπελάκια Θεσσαλίας φοίτησε στην λειτουργούσα στη Τσαρίτσανη περίφημη σχολή του Κωνσταντίνου Κούμα.Μετά την αποφοίτησή του και αφού έγινε εφημέριος χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Άρτας Πορφύριο ο οποίος με την οξυδέρκεια που τον διέκρινε, τον διόρισε πρωτοσύγκελο, τον μύησε στην Φιλική Εταιρεία και το 1820 τον έκανε βοηθό επίσκοπο δίδοντάς του τον τίτλο των Ρωγών και Κοζύλης.
Δεδομένου ότι το Μεσολόγγι υπαγόταν στην δικαιοδοσία του Επισκόπου Ναυπάκτου και Άρτας Πορφυρίου, το 1822 ήλθε μαζί του στο Μεσολόγγι. Και ο μεν Πορφύριος εγκαταστάθηκε στο μέχρι πρόσφατα υφιστάμενο επί της διασταυρώσεως των οδών Δεληγιώργη και Τσόγκα προεπαναστατικό οίκημα ιδιοκτησίας Αντωνίου Σάχου (φωτογραφία), ο δε Ιωσήφ στο «ενδιαίτημά του» παρά την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος, εκεί δηλαδή όπου σήμερα είναι ο τάφος του τον οποίο και ανέδειξε το 1991 η διοίκηση του παραπλεύρως εδρεύοντος τότε Λιμενικού Ταμείου Μεσολογγίου.
Φεύγοντας ο Πορφύριος τον Δεκέμβριο του 1824 για το Ναύπλιο προκειμένου να συμμετάσχει στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση ως αντιπρόσωπος του Μεσολογγίου, ο Ιωσήφ ανέλαβε καθήκοντα Τοποτηρητή στα μητροπολιτικά καθήκοντα .
Έτσι του δόθηκε πλέον η δυνατότητα να παρουσιάσει ακόμη περισσότερο τον ένθερμο και φλογερό πατριωτισμό του καθώς και τις περί του ιερού καθήκοντος αντιλήψεις του. Επί καθημερινής βάσεως δεν λειτούργησε μόνο σαν κληρικός αλλά σαν πραγματικός πνευματικός καθοδηγητής, σαν συμπολεμιστής και ακούραστος εργάτης συμμετέχοντας και ζώντας λεπτό προς λεπτό το δράμα των Μεσολογγιτών.
Οι πολιορκημένοι τον έβλεπαν να περιέρχεται συνεχώς τις ντάπιες, να εγκαρδιώνει τους πολεμιστές παράλληλα δε να φροντίζει για την συντήρηση του Φρουρίου «μετακομίζοντας ο ίδιος επί των ώμων του πέτρας, ξύλα και χώμα….. περιερχόμενος τους προμαχώνας , ευλογώντας και ενθαρρύνοντας τους μαχομένους», όπως σημειώνει και ο Αρτέμιος Μίχος στα «Απομνημονεύματα της Β΄ Πολιορκίας».
Μετά την άφιξη του Λόρδου Βύρωνα τον Ιανουάριο του 1824 συνδέθηκε μαζί του με ιδιαίτερη φιλία και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου τον κήδευσε στον Ναό του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν μέσα στον Κήπο των Ηρώων, όπως είχε πράξει και τον Αύγουστο του 1823 με τον Μάρκο Μπότσαρη.
Όταν, τις παραμονές της Εξόδου που καταστρώθηκε το σχέδιο από το Μεγάλο Συμβούλιο των Μεσολογγιτών μπροστά στην σημερινή Αγία Παρασκευούλα, άκουσε την διατυπωθείσα σκέψη περί σφαγιασμού των γυναικοπαίδων προκειμένου να μην πέσουν αιχμάλωτοι στους Τούρκους, μαζί με τον Χρήστο Καψάλη, αντέδρασε σφοδρότατα αναχαιτίζοντας έτσι την αποτρόπαια αυτή ιδέα.
«Αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, θυσιάστε πρώτο εμένα, και σας αφήνω την κατάρα του Θεού και της Παναγίας και το αίμα των αθώων να πέσει εις τα κεφάλια σας» τους είπε και άρχισε να κλαίει, όπως περιγράφει την σκηνή ο Κασομούλης.
Το πρωϊ της 10ης Απριλίου μετέλαβε όλους τους πολιορκημένους και το βράδυ κατά την Έξοδο ακολούθησε μαζί με τα γυναικόπαιδα το Πολεμικό Σώμα του Νότη Μπότσαρη.
Όμως στο άκουσμα της φράσης «πίσω στα κανόνια» και στην σύγχυση και τον πανικό που επακολούθησε κατέφυγε με πλοιάριο μαζί με το ιερέα Ιωάννη Βάλβη (πατέρα των πρωθυπουργών) και τριάντα περίπου πολεμιστές στον Ανεμόμυλο που υπήρχε στην ομώνυμη νησίδα και όπου από το 1822 είχε εγκατασταθεί ένα κανονιοστάσιο.
Εκεί αμύνθηκε ηρωϊκά μέχρι τα ξημερώματα της Μεγάλης Τρίτης οπότε, ενεργώντας κατά τον ίδιο τρόπο που είχε ενεργήσει και ο Καψάλης, έθεσε τον δαυλό του «εις φυσεκοφόρον πίθον» και ανατινάχτηκε, όπως σημειώνει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Δυστυχώς σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμπολεμιστές του, δεν πέθανε από την έκρηξη αλλά τραυματίστηκε σοβαρότατα με αποτέλεσμα να βρει στη συνέχεια μαρτυρικό θάνατο αφού οι Τούρκοι τον συνέλαβαν «ημικαή», τον έσυραν μέχρι το «ενδιαίτημά του», τον κρέμασαν ανάποδα από τα κάγκελα και αφού τον έγδαραν, τον αποκεφάλισαν.
Και με το μαρτύριο του πραγματικού αυτού κληρικού γράφτηκε και η τελευταία σκηνή της τραγωδίας που τιτλοφορείται «Μεσολόγγι».
Περί το τέλος του 19ου αιώνα στον χώρο του μύλου έγινε το κτίσμα της τέταρτης φωτογραφίας που λειτούργησε σαν καφενείο με πρώτο διαχειριστή του τον Θεόδωρο Μποσκέτο και τελευταίο, περί το 1942, τον Δημήτριο Μπομποτά οπότε και γκρεμίστηκε, άγνωστο γιατί, από τους Ιταλούς.
Σε ανάμνηση της πράξεως του γενναίου ήρωα κληρικού και ιερομάρτυρα Ιωσήφ Ρωγών, το 1923 με έρανο της εφημερίδας του Χρήστου Ευαγγελάτου «Στερεά Ελλάς» αναγέρθηκε η στήλη – έργο του μηχανικού και γλύπτη Αντωνίου Σώχου – που υπάρχει μέσα στον Ταφείο των Ηρώων ενώ στον τόπο όπου υπήρχε τον 19ο αιώνα η νησίδα του Ανεμόμυλου, το 1962 η τότε ιδρυθείσα «Αιτωλική Εταιρεία» ανήγειρε, σε σχέδιο και κατασκευαστική φροντίδα του μηχανικού Φίλιππα Τίγκα, το ομοίωμα (φωτογραφία) που υπάρχει μέχρι και σήμερα.