ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ www.lifo.gr
Όσο πιο νωπός ο χαμός, τόσο πιο αφόρητη η παρουσία τηλεοπτικού συνεργείου
Τα τελευταία χρόνια – και μετά από τεράστια λάθη στη δημοσιογραφική διαχείριση σοβαρών κοινωνικών θεμάτων – «άνθισε» μια κάπως πιο ραφιναρισμένη σχολή στον Τύπο, η οποία πρεσβεύει ότι με την κατάλληλη προσέγγιση – «κατάλληλη» αισθητικά – όλα λέγονται, όλα δείχνονται, όλοι «αγγίζονται».
Μόνο που και αυτή η σχολή, κάποτε (θα ‘πρεπε να) κάνει πίσω, (να) έχει «κόκκινα» και διαχωριστικές, τα οποία συνήθως εντοπίζονται στη δύσκολη εξίσωση «πένθους – χρόνου». Το πένθος είναι πένθος. Κι όσο πιο νωπό, τόσο πιο αφόρητη και αταίριαστη η παρουσία κάμερας και δημοσιογράφου. Όποιος κι αν είναι αυτός. ( Άλλωστε, και οι ιερότερες των αγελάδων έχουν αποδείξει ότι χάριν της αντικειμενικότητας μπορούν το ίδιο καλά να συνομιλούν και με τον Διάβολο και με τα θύματα του).
Όσο πιο νωπό το τραγικό γεγονός, τόσο πιο άβολη η συγκυρία. Γιατί δεν έχει μεσολαβήσει ο χρόνος, η απόσταση από το συμβάν, με την «ψυκτική» τους δράση. Και πάνω και πιο πολύ απ’ όλα: όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, όποιο δημόσιο συμφέρον κι αν το επιβάλλει, μπροστά από το στόμα του βαρυπενθούντα δεν τοποθετείται μικρόφωνο. Ακόμη κι αν ο ίδιος (σου) λέει «ναι, έλα», ακόμη κι αν τα αυτιά του δέχθηκαν να πειστούν από το όποιο δημοσιογραφικό επιχείρημα, ακόμη κι αν το στόμα του βρίσκει το κουράγιο και τις λέξεις να εκφραστεί, αρκεί ένα κοντινό πλάνο στα μάτια του για να γίνει αντιληπτή η άβυσσος, ο πόνος, η απόγνωση, το «αλλού» που βρίσκεται η ψυχή που (σου) μιλάει. Όσο κι αν συμπάσχει ο συνομιλητής – δημοσιογράφος, όσο κι αν γυροφέρνει με αλληλλέγγυα απόγνωση στην αντικρινή καρέκλα και σκύβει με οδύνη το κεφάλι, όσο υψηλό κι αν είναι το επίπεδο ενσυναίσθησης του, η ύπαρξη κάμερας και το κίνητρο (ακόμη κι αν αυτό είναι το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον) πάντα θα νικούν την όποια καλή πρόθεση.
Όταν μάλιστα πίσω από το κίνητρο βρίσκεται παλμαρέ δημοσιογραφικών επιτυχιών, η υπόθεση μπλέκεται και πονάει περισσότερο. Ακόμη κι αν το «κέρδος» είναι η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση – όπως στην περίπτωση της εν ψυχρώ δολοφονίας του Παύλου Φύσσα – το πένθος είναι πένθος. Και στην πιο ευάλωτη κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής δεν τοποθετείς τρίποδο κάμερας, δεν ρωτάς, δεν επιχειρείς να εκμαιεύσεις, δεν ανοίγεις – κυριολεκτικά – ανοιχτές θύρες. Όποιο κι αν είναι το κίνητρο, όσο ωφέλιμο κι αν προκύψει το αποτέλεσμα, η εικόνα ενός τηλεοπτικού συνεργείου στο σπίτι μιας οικογένειας που τη χτύπησε ο κεραυνός, θα είναι πάντα άγριο πράγμα. Όχι, ως θέαμα, αλλά ως πρακτική και μέρος του τρόπου, με τον οποίο κάποιοι αντιλαμβάνονται (;) τα ανθρώπινα.
Η «ραφιναρισμένη» σχολή των «κινηματογραφικών» πλάνων, των καλαίσθητων ρεπορτάζ, των «διαφορετικών» συνεντεύξεων, θα γλίτωνε λάθη ουσίας, αν – για μια στιγμή και για τέτοιες καταστάσεις – αναρωτιόταν το εξής καθόλου επαγγελματικό, αλλά απολύτως ανθρώπινο και γι’ αυτό αληθινά δημοσιογραφικό: «Τι πάω να κάνω εκεί τώρα; Γιατί τώρα; Τι τον ρωτάω τον άνθρωπο; Αν μισεί τους δολοφόνους του σπλάχνου του; Τι ζητάω; Να μου περιγράψει πώς τον βρήκε στο νεκροτομείο;».
Σε μια εκπομπή αφιέρωμα στον Φύσσα, πολύ συγνώμη, αλλά δεν χωράνε πλάνα από συνάξεις των δολοφόνων του. Ούτε απόσπασμα του ύμνου τους.