Από τη δραματολογική ερμηνεία του 1989 στη συμβολική «εκφωρά» του 2013

Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Ας αρχίσω από το γενικά αποδεκτό: η εγκυρότητα του ρεαλισμού αξιολογείται στη βάση μιας ιστορικής σχετικότητας, ενόσω οι ιδέες επαναθεωρούνται και, ως δομικά στοιχεία κοινωνικής υπόστασης, που διεκδικούν όρους δικαίου εκ νέου, καθορίζουν τη φυσιογνωμία της συνείδησης· μια δυναμική διεργασία εγρήγορσης, όπου αρτιώνονται αποφάσεις και δεσμεύσεις.

Εν προκειμένω, ο «Περιποιητής Φυτών», του Παύλου Μάτεσι, είναι μια ονειρική –διά της ιστορίας (τι συμβαίνει;)- και συνάμα ρεαλιστική –διά του λόγου (περί τίνος πρόκειται;)- αλληγορία για την ανθρώπινη υπόσταση και τη δυσφορία της, ιδωμένη ως λεκτική-γραμματική γένεση από παράδοξες χωροχρονικές καταστάσεις της ζωής. Είναι ένα κείμενο πέραν της ελληνικότητας, το οποίο, λόγω του «πραγματικού, ρεαλιστικού διαλόγου» -βλ. Τάσος Λιγνάδης ‘‘Μία παράσταση στην εγκόσμια νέκυια. “Περιποιητής φυτών” του Π. Μάτεσι στο Εθνικό Θέατρο’’, Η Καθημερινή 9.4.1989- επιχειρεί να εγείρει στον αναγνώστη-θεατή ερωτήματα περί της θέσης του στον κόσμο και περί των κλειστοφοβικών συνθηκών, γύρω από τις οποίες έχει διαμορφώσει τη μικροαστική ζωή του.

Ειδικότερα, με το «θέατρο μέσα στο θέατρο», ο Μάτεσις χτίζει έναν αλληγορικό μύθο για το ανθρώπινο ψυχοκοινωνικό σύμπαν, σε έναν «ου τόπο» και σε ένα χρόνο που δεν είναι χρόνος δράσης, αλλά αποκύημα μιας ενοχικής άρνησης, όταν η δράση-παραλλαγή άγχους και, άρα, εκμυστηρευμένη ως η άλλη όψη της ενοχής- θα σήμαινε τη μεταγωγή σε ένα υλικό πρότυπο διατήρησης της ιδιοκτησίας. Σε καθεστώς αναζήτησης της δημιουργικότητας και του δαιμονίου, του θεού στην τέχνη, αντί της ιδιοκτησίας, προέχει η ‘‘ιδιοχειρία’’. Ωστόσο, το κείμενο περιπαίζει τον εαυτό του, παράλληλα με την άλλη πραγματικότητα της πλειοψηφίας, πως υπάρχει θεός, υπάρχει γραμματική. Οπότε, ας μην παρεκκλίνουμε.

Στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ο «Περιποιητής Φυτών» σε σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου, – με τους Μιχάλη Κίμωνα (περιποιητή), Δημήτρη Παπανικολάου (Κωνστάντιο) και Γιώργο Συμεωνίδη (Φρίξο)-, ασφαλώς και διαφέρει από την παράσταση του 1989, με το Γιώργο Μιχαλακόπουλο (Κωνστάντιο), το Σπύρο Κωνσταντόπουλο (Φρίξο) και τον Αριστοτέλη Αποσκίτη (περιποιητή), σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου. Μια επαφή με το ψηφιοποιημένο υλικό του Εθνικού Θεάτρου, άλλωστε, δείχνει το πέρασμα από τη δραματολογική ερμηνεία του 1989 στη συμβολική «εκφωρά» του 2013, όπου – για να κλείσω το μάτι (που θυμάται) στον Ντεριντά- ως «εκφωρά» εντοπίζεται η διαφορετική απόδοση του κειμένου, με την ενσώματη χρήση της χειρονομίας, τη λιτή χρήση αντικειμένου και την αφομοίωση της σιωπής. Κάποτε, η «βοήθεια»-του 1989- θα ερμηνευόταν ως κραυγή, απόγνωση, δραματική ένταση. Πλέον, η «βοήθεια» του Λυγίζου δεν σημαίνει την επιθυμία για τη σωτηρία, διότι δεν υπάρχει σωτηρία. Υπάρχει δυσφορία, όπως προκύπτει από τη συνείδηση του σκηνοθέτη και την παρέμβαση τόσο στο κείμενο όσο και στις αποδόσεις των ηθοποιών.

Ασφαλώς και το κείμενο αλλάζει, για να γίνει και διαυγές αποτύπωμα της κίνησης, της σωματικής συμμετοχής. Επί παραδείγματι, ακούμε ότι «η τέχνη είναι της αποκάλυψης» αντί του πρότερου: «εμείς προσφέρουμε τέχνη της αποκαλύψεως και όχι έργα χαρτομάντιλα της μιας χρήσεως». Κατά συνέπεια, το χιούμορ μεταστρέφεται της φάρσας και της ατάκας για να γίνει πιο οντολογικό, εγγενές της διατύπωσης-ένδειξης. Συνδηλώνει το απολεσθέν, την αλήθεια. Ιδιαίτερα ευφυές προκύπτει το αποτέλεσμα, ενώ η σκηνική πραγματικότητα της επιφάνειας υπακούει στη συνθήκη να προχωράς στα όρια, καταρρίπτοντας σύνορα. Και οι τρεις ηθοποιοί αποδίδουν σε ένα καλά οργανωμένο σύνολο, δυσκολότερος ρόλος εκ των οποίων είναι του περιποιητή, ενόσω φέρει το κλειδί της αλληγορίας, ως μαθητής-θεατής και, άρα, ως αυτός που περιμένει, υπομένει, επιμένει. Στην περίπτωση Λυγίζου, τώρα, και σε αυτήν την παράσταση – όπως και στις «Βάκχες»- λειτούργησε το μη κουστούμι, η μη αμφίεση ως η άλλη αμφίεση, πιο κοντά στο στοιχείο του ρεαλισμού, στη φυσική κατάσταση, κόντρα στην πλαισίωση. Πήγαινε στο κείμενο η επιλογή. Και σε αυτήν την παράσταση, υπάρχει το ομοφυλοφιλικό στοιχείο. Προφανώς, πρόκειται για μια συνθήκη επιμερισμού, στη βάση της οποίας αρθρώνονται και οι όποιες ιδεολογικές-θεατρολογικές διαφορές. Μέχρι στιγμής, δεν είναι καθαρό ότι πρόκειται για μανιερισμό, το μέλλον θα δείξει.

Σκηνοθεσία Έκτορας Λυγίζος
Σκηνικά – Κοστούμια Κλειώ Μπομπότη
Φωτισμοί Δημήτρης Κασιμάτης
Μακιγιάζ Ιωάννα Λυγίζου
Βοηθός σκηνοθέτη Εύα Βλασσοπούλου
Διανομή:
Περιποιητής φυτών Μιχάλης Κίμωνας
Κωνστάντιος Δημήτρης Παπανικολάου
Φρίξος Γιώργος Συμεωνίδης

Flash back στο 1989
http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=421#sounds
http://www.nt-archive.gr/viewsounds.aspx?playID=421&soundFile=0339-01-01

* Σχόλιο: δεν είναι επιχείρημα, και πόσο μάλλον από ανθρώπους πανεπιστημιακού προφίλ, ότι άσχημα ξεκίνησε το Εθνικό, επειδή δεν είχε κόσμο. Και κόσμο είχε, και συμπεριφορές. Ότι (στις 13/11) ένας ηλικιωμένος έφυγε πριν από το τέλος, βάζοντας την ταξιθέτρια να του βρει την ομπρέλα του, και δυο κοπέλες είδαν το έργο για σφηνάκι, αποχωρώντας ηχηρά κι ωραία, δεν απαντούν στην επιτυχία ή μη του εγχειρήματος. Αν το ζήτημα πολιτικής για το θέατρο είναι οπωσδήποτε να γίνουμε φίσκα, τότε θα έχουμε φούσκα όπως daddy don’t preach…