Toυ Δημήτρη Παπαδάκη
Ένα έργο που οι περισσότεροι το γνωρίζουν από την αξέχαστη κινηματογραφική ερμηνεία του Λογοθετίδη, τον “Ήρωα με παντούφλες”, των Σακελάριου – Γιαννακόπουλου, παρουσίασε σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου χθες το βράδυ.
Το έργο επικεντρώνει στη διαφθορά της εξουσίας, ιδωμένη από την πλευρά όχι τόσο των πολιτικών αλλά όσο των δημοσίων υπαλλήλων και των πολιτών. Απέναντί της η ελληνική ψυχή του Δεκαβάλλα, με τον αγνό πατριωτισμό, το φιλότιμο που όμως συμπορεύονται με την ευκολοπιστία. Όπως συμβαίνει με έργα που έχει γνωρίσει κανείς μόνο μέσα από μικρή οθόνη, η θεατρική απόδοση ξαφνιάζει. Αυτή η “κωμωδία με δόντια” όπως έχει χαρακτηριστεί παρουσιάστηκε από τον Βασίλη Νικολαΐδη με έμφαση όχι στο να καταδειχθεί η διαφθορά, θέμα μάλλον βαρετό για τη απαισιόδοξη εποχή μας, αλλά στο αμφίσημο της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα να γίνει περισσότερο έκδηλη η ευθύνη του πολίτη για το φαινόμενο της διαφθοράς. Πως αλλιώς όταν μεν υπάρχει από μια η άδολη ψυχή, το σθένος, το φιλότιμο και από την άλλη η ευκολοπιστία, η άνευ προηγουμένου καλή προαίρεση και μια τάση για μεγαλομανία; Αυτή η σκηνοθετική επιλογή είναι πραγματικά και ευφυής και ταιριαστή με τους καιρούς μας.
Ο «Ήρως με Παντούφλες» από τον Νικολαΐδη τόνισε από την “κωμωδία με δόντια” περισσότερο την κωμωδία αγγίζοντας μάλιστα την καρικατούρα, έτσι το έργο έχασε παντελώς την τραγικότητα που ουσιαστικά εμπεριέχει. Το να τραβάνε από τη μια ο Δεκαβάλας και από την άλλη η κυρίας της επιτροπής το σπαθί σαν παιδιά που τσακώνονται ήταν ατυχέστατη επιλογή. Η αφήγηση εξυπηρετείται εύστοχα και λειτουργικά από το χώρο, ενώ η προσήλωση των ηθοποιών στη σωματική έκφραση ταίριαξε πάνω στον δυνατό λόγο του κειμένου. Είναι προφανές ότι οι ηθοποιοί εγακαταστάθηκαν μέσα σε έναν παραστατικό κόσμο ιδωμένο μέσα από τον άξονα της υπερβολής.
Από την άλλη οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών ξεδίπλωσαν όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα των ηρώων. Ο Πάνος Σκουρολιάκος ως Δεκαβάλλας στο κωμικό κυρίως μέρος του έργου απέδωσε εξαιρετικά όλο το φάσμα του χαρακτήρα του ρόλου του με εξαίρεση την τραγικότητα που λόγω σκηνοθετικής επιλογής ήταν αδύνατο να αποδοθεί. Η Ζωή Ρηγοπούλου κατάφερε να συνδυάσει το χιούμορ και τη γυναικεία πονηριά χωρίς τη θλίψη της κινηματογραφικής Νίτσας Τσαγανέα. Αποκάλυψη ωστόσο ήταν ο Δημήτρης Σταμούλης στο ρόλο του γλύπτη, που από Ναξιώτης στο έργο μεταμορφώθηκε σε Κύπριο για να εκμεταλλευτεί την ντοπιολαλιά του. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται και για τις δυο Αγρινιώτισσες Χριστίνα Δαλαμάγκα και Λένα Υφαντή με την πρώτη να αποδίδει με μεγαλύτερη χάρη από την Ίλυα Λιβυκού και τη δεύτερη να ενδύεται την κακία του ρόλου της.
Στο βαθμό που ο θεατής μπορεί να μην απορροφηθεί από τα έντονα στοιχεία της κωμωδίας, η παράσταση που παρουσίασε ο Νικολαΐδης εύκολα περνά το μήνυμά της : μια κοινωνία διαφθοράς και αγνότητας, λεβεντιάς και υποκρισίας και μια ελληνική ψυχή που κρημνίζεται από τον υπέρμετρο ενθουσιασμό αλλά έχει το σθένος να πατήσει τη διαφθορά και να τείνει τα χέρια της στη δικαιοσύνη.