Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Ο δρόμος περνά από μέσα του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο θέατρο Τέχνης, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Διαγόρα Χρονόπουλου, μιλά την ανάγκη του συγγραφέα και σκωπτικού αναδρομάρη να αναδιφήσει στην ιστορία των νεοελλήνων και της πορείας τους στο χρόνο σε δύο κλίμακες: προσωπική και πολιτική. Ενώ πολιτικό και προσωπικό έχουν για σημείο συνάντησης την ιδέα της ευθύνης· αυτήν που συγκροτεί την εκτέλεση της όποιας δίπτυχης απόφασης.
Στο -εν λόγω- έργο του Καμπανέλλη, λοιπόν, ο δρόμος είναι ο δημόσιος χώρος. Δεν εκφράζει στο βέλτιστο μόνο την εικόνα του αδιαίρετου κοινωνικού συνόλου και των αγεφύρωτων αντιθέσεών του, της πόρσε και του όρσε, του αστέγου και του συνεδριακού στελέχους με το κουλουράκι του. Στο φάσμα των επικριτικών αντιθέσεων, ο «δρόμος» είναι τόπος και ου τόπος lato sensu, βάσει της συνεχούς –και άρα, ατελέσφορης- κίνησης που δεν οδηγεί πουθενά κι απαγορεύει την υπεύθυνη οριστικοποίηση μιας συγκεκριμένης κίνησης, ώστε υπ’ αυτής η ιδιοσυστασία του τοπικού να αποκτούσε βάση θεμελίωσης.
Ως εκ τούτου, ενώ ο «δρόμος» ανταποκρίνεται διά της κίνησης και στο χρόνο, κι Ο χρόνος περνά από μέσα, πέραν του ρεαλισμού των καταστάσεων του βουλητικού κόσμου, ότι τα γηρατειά φοβίζουν τον άνθρωπο και μεγαλώνοντας, είναι λογικό ο αναδρομάρης να «παραμιλά, άρα να υπάρχει», πέραν αυτών που δίνουν οικεία αποδεκτή τροφή στην έναρξη του έργου, μέσα από το σπασμένο καθρέφτη, διαπιστώνεται κλιμακωτά ότι ο κάθε χαρακτήρας έχει και τη δική του αντίληψη-θέση για τα πράγματα. Έχει επιχειρήματα και συμπεριφορά βάσει της ιστορίας του. Διόλου είναι τυχαίο που, οι μεγαλύτερες συγκρούσεις καθίστανται αναπόφευκτες κυρίως σε επίπεδο πεποιθήσεων αλλά και δεοντολογίας-εξουσίας.
Ενώ Ο δρόμος περνά από μέσα, το μερίδιο ευθύνης προκύπτει όταν οι πολιτικές των άλλων δεν κτυπούν απλώς την πόρτα του σπιτιού αλλά αλλάζουν την σπιτική καθημερινότητα: διακοσμούν το σαλόνι, φέρνουν το φτιαχτό στην πρωτοκαθεδρία του άλλοτε προσωπικού, του ταμπεραμέντου και της αρχοντιάς, ενώ επί της ουσίας εποφθαλμιούν να καρπωθούν ολόκληρο το οίκημα. Για αυτό, είναι επόμενο κάποιος να σκεφτεί ότι, σε σημερινό επίπεδο, το έργο συμβολίζει τη διάτρητη πολιτική ζωή κι ας γράφτηκε το 1990, όταν το συννεφάκι της υπερκατανάλωσης ήταν ακόμη ροζ και φούσκωνε.
Εύστοχα ο Ιάκωβος Καμπανέλλης χτίζει τις αντιθέσεις των χαρακτήρων του, επενδύοντας στην κυρίαρχη αντίφαση του Φάνη – Γ. Φέρτη- και του Αντωνάκου- Γ. Δρακόπουλου- . Ο μεν είναι αυτός που προέρχεται αλλά έχει οικονομική δυσκολία, ενώ ο δε αυτός που έρχεται: είναι ο ντήλερ, ο έμπορος, ο φιλόδοξος και κομπλεξικός για τον ανηψιό του Φάνη- Αλέξανδρο Πέρρο-. Ο ανηψιός είναι, στην ουσία, ο κριτικός χαρακτήρας του έργου, αυτός που ενίσταται αλλά δεν επαναστατεί με το να παραμένει «προσκλησιοδίαιτος». Πρόκειται για άλλη μία στιγμή των λογοπαιγνίων του συγγραφέα και της προσωπικής εμπλοκής του στη μαγεία της γραπτής έκφρασης.
Ωστόσο, χωρίς διάφυλη σχέση και το ζήτημα της σχέσης του ζευγαριού, ο Καμπανέλλης δεν θα μπορούσε να αφήσει τους θεατές, δείχνοντας –άλλωστε- πως αυτή η μυστική πυριτιδαποθήκη του ελληνικού πολιτισμού, η γαλλική παιδεία, αξίζει έναν φόρο τιμής, καθώς τα χαρακτηριστικά των έμφυλων θέσεων υπεισέρχονται στη διάσταση της αλήθειας με φιλοσοφικό αντίβαρο. Καθαρά φιλοσοφική χροιά, φυσικά, έχει και το έντεχνο ερώτημα του Φάνη, «τι πειράζει ν’ αφήνουμε τη φαντασία να συμπληρώνει μερικά κενά;», αντιπαραβάλλοντας τη σημασία του ονειρικού κόσμου στην σκηνή της πραγματικότητας. Φυσικά και πειράζει, υπονοεί ο συγγραφέας, όταν δεν κατανοείται πως με τη συναίνεσή του κάποιος μετατρέπει αυτό που του ανήκει σε τυχάρπαστο τίποτα, αποσκοπώντας στο κέρδος.
Πράγματι, η σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου αναδεικνύει τη σύνθεση των κόσμων –βουλητικού, δοξαστικού, ονειρικού, της αγοράς και του κέρδους- στο έργο του Καμπανέλλη. Ο Φάνης του Γ. Φέρτη και ο Αντωνάκος του Γ. Δρακόπουλου μαγεύουν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με τις διακριτές επιλογές στους χαρακτήρες τους. Ο αεράτος κι εν μέρει σνομπ ανηψιός του Α. Πέρρου κινείται ικανοποιητικά, εκφράζοντας την τάση ξενομανίας της εποχής. Και η σύζυγος Λίτσα της Φωτεινής Μπακλατζίογλου αν και ξεκινά καλά, στην πορεία η παρουσία της αποδυναμώνεται, κάνοντας το λάθος να πιει περισσότερο μελοντραμίξ. Η εμπειρία κι ο χρόνος, βέβαια, κάνουν τους ηθοποιούς να δουν μέσα από τα λόγια των άλλων και να φωτίσουν λεπτομέρειες του δικού τους ρόλου. Όταν ο Αντωνάκος δηλώνει πως η γυναίκα του είναι «έργο του», κι αυτό η ίδια θα το ξέρει, μέσα από τα μεικτά συναισθήματά της, για τον άντρα της, θα μπορούσε να επιλέξει και την οργή και την εκδίκηση. Θα μπορούσε να είναι πιο καπριτσιόζα η Λίτσα-Ευαγγελία ακριβώς επειδή έχει και δύο ονόματα, στα οποία ακούει-υπακούει. Εξαιρετική η Γλυκερία-Χριστίνα Κουτσουδάκη- με την συγκλονιστική σκηνή στο τηλέφωνο να διαυγάζει τη μοναξιά, ένα υστερόγραφο για το χρόνο των οικιακών βοηθών και τη δική τους υπόσταση.
Σκηνοθεσία : Χρονόπουλος Διαγόρας
Σκηνικά : Παπαγεωργακοπούλου Έλλη
Κοστούμια : Παπαγεωργακοπούλου Έλλη
Μουσική : Χρονοπούλου Μαρίνα
Φωτισμοί : Παυλόπουλος Λευτέρης
Διανομή
Φάνης Ποριώτης: Γιάννης Φέρτης
Γλυκερία: Χριστίνα Κουτσουδάκη
Χάρης Αντωνάκος: Γιάννης Δρακόπουλος
Ανδρέας Ποριώτης: Αλέξανδρος Πέρρος
Λίτσα: Φωτεινή Μπακλατζίογλου
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Τετάρτη & Κυριακή, ώρα 20.00
Πέμπτη & Παρασκευή, ώρα 21.15
Σάββατο, ώρα 18.15 (απογευματινή) και 21.15
ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ-Υπόγειο, Πεσμαζόγλου 5 Αθήνα
τηλ. ταμείου 210 3228706 (δυνατότητα τηλεφωνικής κράτησης θέσεων)
Ώρες και ημέρες λειτουργίας ταμείου: καθημερινά 10.00- 13.00 και 17.00-22.00