της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Στο Εθνικό Θέατρο, η παράσταση «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, δεν είναι δυνατή μόνο λόγω του πιραντελλικού κειμένου, η σύνθεση του οποίου σε τρεις πράξεις προάγει μιαν ισορροπία στη σκοπιά γνώμης και γεγονότων, ενόσω εμποτίζει το εμφανές με το σχετικό, στην απόπειρα, η προφανής μία άποψη να καταργηθεί. Αυτή η παράσταση γίνεται δυνατή, στα χέρια του Καρατζά, με τα ευρήματά της, ενώ καθίσταται ολοφάνερο πώς η γλώσσα μπορεί να είναι δράση και η ομιλία να συγκροτεί δυναμικά τον κόσμο, σκηνής και ζωής, ως μια «διαπροσωπία»· ιδού το άλλο ρευστό των συγκοινωνούντων δοχείων.
Είναι η σκηνοθεσία αυτή που μας επαναφέρει –για να μας ενδιαφέρει- στο πιραντελλικό έργο. Ενώ οι πράξεις του κλείνουν ομοιοτρόπως, με μια πρέζα σιωπής κι ένα γέλιο, ώστε να προδίδουν τον παραβολικό χαρακτήρα του, η σκηνοθεσία εδώ αναπτύσσει μια οπτική γωνία μεταγλωσσικά και συνδυαστικά με τις άλλες τέχνες. Εν προκειμένω, η πράσινη πόρτα επί σκηνής που ανοίγει και κλείνει, δεν ρυθμίζει απλώς τη σχέση ανάμεσα στο εκεί-πίσω (σιωπή), στο εδώ-από ώρα (ειρωνεία-γέλιο) και στο εδώ-τώρα (εγκιβωτισμός των θεατών-συγχρονία), αλλά επιμένει ως όριο και οπτική γωνία της εκκρεμούς συνθήκης γλωσσικού πλεονάσματος, όταν τα γεγονότα δεν εξηγούνται για να τεκμηριωθούν και να επιτελέσουν τη συνέχεια, αλλά πέραν της εξωτερικότητάς τους, εξηγούν την ανθρώπινη εσωτερική διάθεση, η ζωή να βλέπεται μέσα από τα μάτια του βλέποντα. Επιπρόσθετα, η αυλαία που ανοίγει και κλείνει, ο σχεδιασμός του φωτισμού και οι συντονισμένες εύστοχα ερμηνείες δείχνουν πώς, για ένα δίωρο, οι θεατές παρακολουθούν τη θεωρία της σχετικότητας αλλά με θεατρικούς όρους.
Ισχύει πως κι αν Οι εραστές του Μαγκρίτ φορούν κάτι από σάβανο στα πρόσωπά τους, μπορούν ακόμη να ερωτεύονται, να μιλούν τη σχέση τους υπό σκιά, δίχως αποπεράτωση ή άκρη. Ώστε, και η αφαιρετική πόρτα επί σκηνής, στο ίδιο πλαίσιο, μπορεί να μιλά, παράλληλα του έργου και του κειμένου, την ιστορία του σπιτιού και της οικογένειας, στην αφηγηματική δομή της οποίας οι χαρακτήρες της Φρόλλας και του Πόνζα ανήκουν, υπηρετώντας τους δύο ρόλους, μητέρας και πατέρα αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό, οι δύο χαρακτήρες και απόψεις πραγματικότητας, της Φρόλλας και του Πόνζα, περιστοιχίζονται από το σύσσωμο μαζικό σύνολο, την κοινωνία που κουτσομπολεύει, ενώ θέλει να πιστεύει. Και θέλει να πιστεύει, επειδή πρέπει να απλοποιεί. Κόντρα στην απλοποίηση, λοιπόν, ο Λουίτζι του 1917 δημιουργεί αυτή τη διαχρονική συνθήκη αλήθειας, πέρα από την όποια κραταιά άποψη. «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», αν έτσι το βλέπετε, ως συνέχειες των ιστορικών δεσμών, γνωμών πραγματικότητας και, -όπως αλλιώς τη θέτω-, «μαγματικότητας». Αν έτσι «το» βλέπετε: ποιο; Ένας άλλος κύριος που μας κληροδότησε «Το εγώ και το αυτό», κοιτάζει επίμονα εδώ…
Μετάφραση Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση Σταυρούλα Σιάμου
Μουσική Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου
Συνεργασία στη δραματουργία Κατερίνα Κωνσταντινάκου
Βοηθός σκηνογράφου Τίνα Τζόκα
Βοηθός σκηνοθέτη Θεοδώρα Καπράλου
Διανομή:
Φρόλλα Ξένια Καλογεροπούλου
Αμάλια Αγκάτσι Μαρία Κεχαγιόγλου
Υπηρέτης -Τσεντούρι Μιχάλης Κίμωνας
Κα Σιρέλλι Έμιλυ Κολιανδρή
Κος Σιρέλλι Θύμιος Κούκιος
Κα Τσίνι Υβόννη Μαλτέζου
Λαμπέρτο Λαουντίζι
Κώστας Μπερικόπουλος
Πόνζα Μιχάλης Οικονόμου
Ντίνα Ελίνα Ρίζου
Κα Πόνζα Σταυρούλα Σιάμου
Αγκάτσι Γιώργος Συμεωνίδης
Ο Νομάρχης Μηνάς Χατζησάββας
ΚΤΙΡΙΟ ΤΣΙΛΛΕΡ – ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ