«Προέρχομαι από το ΠΑΣΟΚ»

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ στην kathimerini.gr

Η εκ βαθέων εξομολόγηση «προέρχομαι από το ΠΑΣΟΚ κι εγώ και η οικογένειά μου» την οποία κατέθεσε ο κ. Στάθης Μπούκουρας στη χθεσινή αγόρευσή του στη Βουλή μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ο συναισθηματικός. Ο άνθρωπος, εμφανώς συγκινημένος, προφανώς μην μπορώντας να αντέξει τις συνθήκες της κράτησής του προσπάθησε να εξηγήσει πως δεν είναι ούτε υπήρξε κάνα τέρας. Το «προέρχομαι από το ΠΑΣΟΚ» σ’ αυτήν την περίπτωση εμφανίζεται ως παραλλαγή του «κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής», «είμαι παντρεμένος εδώ και 25 χρόνια με την ίδια γυναίκα», «δουλεύω από τα δεκαπέντε μου», «έχω τρία παιδιά», ιδιότητες οι οποίες συμποσούνται στο άθροισμα «είμαι ένα λαϊκό παιδί», ήτοι είμαι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους ανθρώπους γύρω μου, κοινώς ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Μπούκουρας είπε κάτι που πολλοί το σκέφτονται, κανείς όμως δεν το έχει εκφράσει με τόση καθαρότητα: η κανονικότητα για τον μέσο άνθρωπο σ’ αυτόν τον τόπο, στη γενιά του και όχι μόνον ήταν το ΠΑΣΟΚ.

Πριν περάσω στον δεύτερο τρόπο ερμηνείας της εξομολόγησης θέλω να πω ότι στην περίπτωση του κ. Μπούκουρα δεν έχω καμία διάθεση ειρωνείας. Το καταθλιπτικό θέαμα του ανθρώπου που δεν αντέχει να βρεθεί μπροστά στις ευθύνες του και επιλέγει να διασύρει ο ίδιος την αξιοπρέπειά του, ο ίδιος που μέχρι λίγο πριν έδερνε και απειλούσε θεωρώντας πως κανείς δεν πρόκειται να τον απειλήσει -τι σας θυμίζει άραγε;- μόνον αστεία δεν σηκώνει. Είναι καταθλιπτικό και σε κάνει να ντρέπεσαι ούτως ή άλλως.

Και τώρα ας περάσω στον δεύτερο τρόπο ερμηνείας της εξομολόγησης «προέρχομαι από το ΠΑΣΟΚ». Αυτός είναι ο πολιτικός και είναι λίγο πιο περίπλοκος. Ο κ. Μπούκουρας, αν και εξελέγη με τη Χρυσή Αυγή θεωρεί πως δεν είναι φασίστας. Λες και ο «φασίστας» έχει φυλετικά χαρακτηριστικά, μιλάει ενδεχομένως σαν τους Γερμανούς αξιωματικούς στις χολιγουντιανές ταινίες. Οχι ο κ. Μπούκουρας δεν είναι μεν φασίστας, αλλά είναι εθνικιστής, κάτι απολύτως λογικόν, πάντα κατά τον ίδιο, για έναν άνθρωπο που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ. Λογικό, αφού ο Ανδρέας Παπανδρέου του έμαθε τον εθνικισμό. Αυτός έλεγε «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» – κι αυτός, ειρήσθω εν παρόδω, κέρδιζε εκλογές υπό τους ήχους της μουσικής του Καρλ Ορφ. Στο σημείο αυτό έχουμε να κάνουμε με την πολιτική εκδοχή της συναισθηματικής τοποθέτησης. «Ως εθνικιστής δεν έκανα και τίποτε μεμπτό, αφού ο “εθνικισμός” είναι μια υπόθεση απολύτως δημοκρατικά μοιρασμένη, τόσο δημοκρατικά όσο ήταν κάποτε η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ».

Δεν ξέρω αν αυτή η εξομολόγηση και η επίκληση του ιερού πασοκικού τοτέμ ήταν αυτή που οδήγησε τους βουλευτές του βαθέος ΠΑΣΟΚ να μην ψηφίσουν την άρση της ασυλίας του κ. Μπούκουρα. Πώς σκέφτηκαν ο κ. Σκανδαλίδης, ο κ. Σηφουνάκης, ο κ. Κακλαμάνης; Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο χαρακτηρισμός του «εθνικισμού» δεν αφορά το όλον ΠΑΣΟΚ, κυρίως όχι το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Αφορά όμως το κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ, αυτό που ήταν αντιευρωπαϊκό, αυτό που αλληθώριζε δυσμενώς προς τον Τρίτο Κόσμο, αυτό το οποίο είχε επιβάλει την ιδεολογία του σε ένα μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Κανείς δεν ισχυρίζεται πως ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν φασίστας. Απελευθέρωσε όμως μια πολιτική ύλη πάνω στην οποία τώρα χτίζεται το οικοδόμημα του σημερινού εθνικισμού, του αντιευρωπαϊσμού, του ελληνικού φερετζέ. Κι αν υπάρχει μια μεγάλη πολιτική ευθύνη για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις του τόπου είναι ότι δεν κατάφεραν ποτέ να αντιμετωπίσουν τη διασπορά αυτής της πολιτικής ύλης σε όλο το φάσμα της πολιτικής σκηνής. Εντέλει ο κ. Μπούκουρας εξέφρασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. Η θεσμική πολιτική τάξη περιορίζεται στην ποινική αντιμετώπισή της διότι η ουσιαστική ιδεολογική σύγκρουση μαζί της θα απαιτούσε και τη δική της ψυχανάλυση. Και όχι μόνον την αποπομπή του κ. Μπαλτάκου.