Γράφει η Αρετή
Σας γράφω πια από μια άλλη πόλη, με άλλους ανθρώπους, με άλλες εικόνες και ήχους.
Εδώ κάθε βήμα μου φορτώνεται από χιλιάδες ερεθίσματα.
Είδα ένα παιδί απόψε έξω από το μετρό να φωνάζει κάποιον σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, κρατώντας μια σακούλα με φαγητό. Ακούγονταν σε όλη την πλατεία του Κεραμεικού! Υπέθεσα πως χάθηκε και φώναζε την μαμά του. Γύρισα από αγωνία και περιέργεια να δω τι θα κάνει. Έκανε κύκλους στην πλατεία φωνάζοντας ενώ το βλέμμα μου είχε κολλήσει στην πλάτη του. Ξαφνικά, γυρνά και βλέπω το πρόσωπο του. Πίστευα πως θα τον δω να κλαίει γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα μπει στην θέση του και ένιωθα μικρό κοριτσάκι χαμένο, που δεν βρίσκει το χέρι της μαμάς του.
Κοιτάζοντας το πρόσωπό του, είδα κάτι άλλο… Είδα μια αυστηρότητα, μια σκληράδα χωρίς ίχνος αγωνίας. Μόνο θυμό γιατί αυτός που έψαχνε τον έβαλε στην διαδικασία να φωνάζει τόσο δυνατά!
Ήμουν έτοιμη να πάω να τον ρωτήσω αν θέλει βοήθεια. Μα έβλεπα όλους τους άλλους γύρω μου να ρίχνουν ένα βλέμμα, περισσότερο ως αντίδραση στην ένταση της φωνής και μετά να κοιτούν πάλι το δρόμο, το mp3 τους, το χάρτη, τα παπούτσια τους.
Συνέχισε να φωνάζει ένα όνομα και εγώ μαζί του περίμενα να ακούσω κάποιον από μακριά να του απαντά. Τελικά μια φωνή του απάντησε και μια κοπέλα γύρω στα 16 εμφανίστηκε.
Τότε το αυστηρό, μικρό, θυμωμένο αγόρι έγινε παιδί που βρήκε το χέρι που έψαχνε. Αρχίζει να τρέχει προς το μέρος της. Δεν χαμογέλασε από χαρά αλλά είδα την αγωνία στο βλέμμα του να την φτάσει, πριν την χάσει πάλι από τα μάτια του.
Πέρασαν από μπροστά μου… Τώρα περπατούσε ανάλαφρα και ήταν σαν κάτι να σιγοτραγουδούσε. Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε καθώς με προσπερνούσε.
Είμαι σίγουρη, δεν απομακρύνθηκε από την πλατεία, τριγυρνούσε και φώναζε εκεί γύρω για να μην χάσει το βλέμμα μου από την πλάτη του. Έστω, μέχρι να βρει το χέρι που έψαχνε…
Υ.Γ Σε αυτή την πόλη όσο λιγότερο παρατηρητικός είσαι, τόσο λιγότερο μελαγχολείς.