Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
«Το Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, σε σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη, αντλεί το θέμα του από την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας όταν αυτή δεν είναι κοινωνική και, οπότε, συνιστά πρόβλημα στη ζωή, ανέβασμα στο θέατρο. Καθώς το περιβάλλον εμφανίζεται ως απόθεμα κοινωνικών δυνάμεων, ο συγγραφέας έρχεται να θίξει τη σημασία της συμβίωσης στις πολυκατοικίες και, εν τέλει, στην πόλη. Ως εκ τούτου, ανακύπτουν ζητήματα σύγχρονης προβληματικής, όπως είναι ο φόβος του ξένου, η θεμελίωση των σχέσεων με τους γείτονες και η σχέση του ατόμου-κατοίκου με την ίδια την πόλη, μέσα από τις καθημερινές συναλλαγές του. Όσον αφορά στην καθημερινότητα, και πόσο μάλλον της Αθήνας, θα βρούμε την πιο φαιδρή εικόνα αστισμού, αν ανατρέξουμε στα σκουπίδια που πετιούνται καθημερινά στους κάδους της.
Με αφορμή τα σκουπίδια, λοιπόν, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης δημιουργεί ένα θεατρικό έργο για να χτίσει, σταδιακά, τους χαρακτήρες του, υπό την περίσταση μιας αληθοφανούς συνέλευσης σε διαμέρισμα αντί στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μία συγγραφέας κοσμοπολίτισσα (Σάσα, Μίνα Αδαμάκη), ένας πατέρας με ζαχαροπλαστικά αισθήματα για την κόρη του (Πέτρος, Λάζαρος Γεωργακόπουλος) και ένας νέος ισχυρογνώμων (Μπάμπης, Μάξιμος Μουμούρης) περιμένουν τον τελευταίο γείτονα, δουλευταρά (Αγκρόν, Λαέρτη Μαλκότση) προκειμένου να λυθεί το μυστήριο: ποιος πετάει, από το μπαλκόνι, τα σκουπίδια. Σε αυτό το θέατρο λόγου, η συγγραφέας φαίνεται να έχει λειτουργική θέση διαμεσολαβήτριας, ενώ ο πατέρας εμφανίζεται καθοδηγητής γνώμης, στο χώρο του οποίου επισυμβαίνει η συνάντηση. Πιο αντιρρησίας παρουσιάζεται ο νεότερος της πολυκατοικίας, δρώντας ως εντασιακός εμψυχωτής, μέχρι τη στιγμή της κορύφωσης, όταν πια ο πιο διαφορετικός από τους άλλους και ξένος έρχεται να μιλήσει και τη δική του αλήθεια.
Σε αυτό το πλαίσιο έλλογης δράσης, όπως αυτή διασπείρεται στο χώρο ως πολλαπλός αντικαθρεπτισμός, του ενός λόγου απέναντι στον άλλον, το κέικ θα δώσει κυριολεκτικά τροφή στη συμφιλίωση των χαρακτήρων, στην μεταξύ τους ομαδοποίηση και στην μελλοντική συμπόρευση. Επιπλέον, αν η ιδέα της ζωής έγκειται στην κατασκευή μελλοντικών αναμνήσεων, μετά τη θεατρική ανάπλαση της αντικοινωνικής στάσης, ο θεατής έχει λάβει το μήνυμα πως μπορεί να αναλάβει έναν πιο υπεύθυνο ρόλο στις σχέσεις του με τους άλλους, τους σημασιακούς άλλους. Την παράσταση κλέβει ο Αγκρόν, Λαέρτης Μαλκότσης, που συμβολίζει τον άνθρωπο του μόχθου κι είναι κράμα μιας αφοπλιστικής απλότητας και πονηριάς συγχρόνως. Είναι ο παίκτης του έργου που δεν διστάζει να γίνεται παιδί. Παράλληλα, η συγγραφέας -Σάσα, Μίνα Αδαμάκη- είναι ενίοτε το παιδί που φαντάζεται και ονειροπολεί, ενώ ο νέος, -Μπάμπης, Μάξιμος Μουμούρης-, είναι το παιδί τιμωρός, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να γίνεται παιδί και δεν το ανέχεται ούτε από τους άλλους, εμπιστεύεται περισσότερο τον καθοδηγητή γνώμης, τον φορέα της λογικής. Και αυτός ο τελευταίος, -ο Πέτρος, Λάζαρος Γεωργακόπουλος-, είναι ένας ενήλικας που επιχειρεί να συντονίσει τα πράγματα, όμως αναποτελεσματικά, καθώς δεν συνυπολογίζει τον παράγοντα της παιδικότητας. Το μήνυμα είναι ότι μόνος σου, δεν λύνεις τίποτα. Χρειάζεται να ακούσεις τον άλλον και έτσι προχωράτε παρακάτω μαζί.
Έχω την εντύπωση πως, με αυτό το έργο του, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης καταθέτει έναν ακόμη καρπό, αυτή τη φορά πιο προσηλωμένο στην πόλη και στην Αθήνα, εκτυλίσσοντας την αστική ηλικία, από το τούνελ και το κύμα της οποίας προέρχεται ο χαρακτήρας του καθενός μας, ενόσω αναζητά συνωμότες για λίγο κέικ και αφράτη ζωή. Πόσο βαρετή θα ήταν η ζωή με ολόιδιους σαν εμάς γείτονες…Ενώ τα σκουπίδια συνιστούν την αβάσταχτη αχρηστία της οικογενειοκρατίας, η προσοχή έγκειται στον εντοπισμό των λαθών μας, σε γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας.