Τουριστική αξιοποίηση, εναλλακτικός τουρισμός, ανάδειξη της περιοχής και πολλοί άλλοι επιμέρους ή και ευρύτεροι στόχοι στην προσπάθεια να δημιουργήσουμε ένα τουριστικό προϊόν. Στο μεγάλο ερώτημα, στο πως, απαντά η Μίρκα Παλιούρα, Ιστορικός Τέχνης και Μέλος ΣΕΠ Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστήμιου, με το άρθρο της που δημοσιεύει σήμερα το ΑγρίνιοCulture.gr. Πρόκειται ουσιαστικά για την ομιλία που απηύθυνε η ίδια στην ημερίδα για την προώθηση των Εναλλακτικών Μορφών Τουρισμού στο Εθνικό Πάρκο Λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου 2015, στο Μουσείο Χαρακτικής «Βάσως Κατράκη» στο Αιτωλικό, από τον Φορέα Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου.
Της Μίρκας Παλιούρα
Ασχολούμενη τα τελευταία χρόνια με τον περιηγητισμό, αναρωτιέμαι πάντα πώς συγκροτείται η εικόνα ενός τόπου σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή και πως τελικά αποτυπώνεται στο πλήθος των χαρακτικών έργων που περιέχονται στις περιηγητικές εκδόσεις.
Τα χαρακτικά αυτά συνοδεύονται και από περιγραφές, σχόλια και εντυπώσεις των ταξιδιωτών δημιουργώντας έτσι ένα corpus στοιχείων, σε εικονογραφικό και κειμενικό επίπεδο.
Μέσα στον ωκεανό της προφορικότητας οι μικρές αυτές νησίδες γραπτών κειμένων, μαζί με ποιήματα, μυθιστορήματα, εικαστικά έργα, επιστημονικές καταγραφές και κάθε μορφής κατάλοιπων, προϊόντων ταξιδιού, αποτελούν σήμερα το θησαυρό του περιηγητισμού. Καλύπτουν χρονικά το διάστημα από το 1500 περίπου έως το τέλος του 19ου αιώνα και συγκροτούν σημαντικότατες δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και συλλογές.
Οι ποικίλες σύγχρονες επανατοποθετήσεις απέναντι στο ταξίδι όπως και στα πολυάριθμα κείμενα των περιηγητών, πολλά από τα οποία επανεκδίδονται με ανανεωμένο ενδιαφέρον, στα λεγόμενα Reprints, θέτουν διαφορετικά κριτήρια για την εκ νέου ανάγνωσή τους. Ο αριθμός και ο πλούτος των εκδόσεων αυτών ενέχει και μια πολυπλοκότητα, ενώ σ’ αυτή την ταξιδιωτική λογοτεχνία η θέση της γυναίκας, ως περιηγήτρια και συγγραφέας, οδηγεί, πλέον, σε νέα ερωτήματα, που συνδέονται με τον αποικιοκρατικό λόγο, καθώς και με το ιδεολογικό υπόβαθρο της εποχής.
Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένα έργα, αποτελούν σταθμούς της έντυπης παραγωγής, όπως αυτό του Ber. von Braydenbach του 1486, τριάντα χρόνια περίπου μετά τον Γουτεμβέργιο, που ορίζει την ταξιδιωτική γραμματεία στο τέλος του 15ου αιώνα. Αποτελεί το πρώτο έντυπο χρονικό με εικονογράφηση, που αποδίδει φανταστικές όψεις πόλεων, μετά από το οποίο θα ακολουθήσουν και άλλα με εξίσου φανταστικές απεικονίσεις και ιστορικογεωγραφικά κείμενα. Η συγκεκριμένη έκδοση θα συντελέσει στη γέννηση της περιέργειας της Δύσης που εντείνεται γι’ αυτή την άγνωστη, μακρινή και θαυμαστή Ανατολή.
Εξίσου σημαντική είναι η έκδοση του ουμανιστή φυσιοδίφη P. Belon, του 1555, που περιέγραψε με λεπτομέρειες την καθημερινότητα στον ελλαδικό χώρο – δυστυχώς δεν πέρασε από τη Δυτική Στερεά- χωρίς τις φανατικές θρησκευτικές προκαταλήψεις των συγχρόνων του.
Μιλώντας λοιπόν σήμερα για τον περιηγητισμό και τον τόπο, ας γίνουμε armchair travelers, δηλαδή ταξιδιώτες του μπράτσου της πολυθρόνας, όπως εύστοχα αποκαλούν τους νοερούς ταξιδευτές οι Άγγλοι.
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι ταξιδιώτες; Ευρωπαίοι αριστοκράτες που συνοδεύονται από ζωγράφους και υπηρέτες, έμποροι, πολιτικοί, αρχαιολόγοι, βοτανολόγοι, χαρτογράφοι, φυσιοδίφες, τυχοδιώκτες και πολεμιστές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άντρες, παίρνουν το δρόμο προς την Ανατολή για πολιτικούς, εμπορικούς, διπλωματικούς, επιστημονικούς ή προσωπικούς λόγους, αναζητώντας χιμαιρικά οράματα και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ταξιδεύοντας υπό αντίξοες και απρόβλεπτες συνθήκες, μόνοι ή συνοδευόμενοι από εραστές, συγγενείς, φίλους ή συναδέλφους, μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: την αναζήτηση του διαφορετικού.
Η παρουσία τους παρατηρείται εντονότερη μετά το 1750 καθώς η περιήγηση χαρακτηρίζεται πλέον από ταχύτερη μετακίνηση λόγω της ανάπτυξης των συγκοινωνιών, από επιστημονική εξειδίκευση και μεγαλύτερη γνώση του τόπου προορισμού, λόγω της ύπαρξης προγενέστερων περιηγητικών δημοσιευμάτων. Ένα πρόσθετο στοιχείο έρχεται να ενισχύσει το ενδιαφέρον για τον ελλαδικό χώρο στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα: το ανεπτυγμένο κίνημα του φιλελληνισμού.
Ο τόπος που επισκέπτονται οι ταξιδιώτες αυτοί δομείται συχνά και εκ των προτέρων ως «άλλος», όπου προβάλλονται στερεοτυπικές και φαντασιακές εικόνες μέσα από τις αναφορές στο φυσικό τοπίο, στις ατμοσφαιρικές συνθήκες, στην αρχιτεκτονική, στους κατοίκους, τα έθιμα, τις ενδυμασίες τους.
Οι αντιλήψεις αλλά και οι διαδρομές των περιηγητών διαφοροποιούνται, ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο και την εποχή. Διπλωματικές αποστολές και το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους χαρακτηρίζουν τη μετακίνηση κατά τον 16ο αιώνα προς την Ανατολή. Τα νησιά του Ιονίου πελάγους, η Χίος, η Ρόδος, η Κρήτη και η Κύπρος αποτελούν σκάλες ή τελικούς προορισμούς, ενώ αυτοί που προτιμούν τους χερσαίους δρόμους διασχίζουν τη Βαλκανική και κατευθύνονται προς την Κωνσταντινούπολη.
Σημαντικές φυσιογνωμίες αποτελούν ο Κυριακός Αγκωνίτης με τις αναφορές του, στον ελληνικό κόσμο ήδη από τον 15ο αιώνα, και ο μοναχός Cr. Buondelmonti με το χαρτογραφικό του έργο σχετικά με το νησιωτικό χώρο.
Τον 17ο, η εμπορική δραστηριότητα αυξάνεται ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα και η Μ. Ασία προσελκύουν περισσότερους ταξιδιώτες. Στον 18ο αιώνα το ενδιαφέρον για την αρχαιότητα και τα πολύτιμα ερείπιά της οδηγούν αρχαιοδίφες και συλλέκτες σε αρχαιολογικούς τόπους. Ως αποτέλεσμα, στα ταξιδιωτικά κείμενα του τέλους του 18ου η αρχαιότητα κυριαρχεί, ενώ συνυπάρχουν στοιχεία για τον σύγχρονο βίο.
Από τις αρχές του 19ου οι φραγκοφορεμένοι ταξιδευτές, πάνω σε μουλάρια ή μέσα σε μεγάλα και μικρά πλοιάρια, εμφανίζονται στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων απομονωμένων χωριών και μικρών νησιών, κουβαλώντας σπαστά κρεβάτια, ρούχα, τρόφιμα, νερό και άλλες προμήθειες αλλά και πυξίδες, χρώματα, πινέλα και προς το τέλος του αιώνα, φωτογραφικές μηχανές και γυάλινες πλάκες. Βασικός προορισμός είναι η Κωνσταντινούπολη, είτε για σύντομη ή παρατεταμένη παραμονή.
Η πραγματικότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι περιηγητές του 19ου αιώνα διαφέρει από αυτή των παρελθόντων αιώνων. Είναι ενδεικτικό ότι τους πρώιμους αιώνες του περιηγητισμού, ο όρος Έλληνας, για τους Eυρωπαίους ταξιδιώτες, περιελάμβανε όλους τους χριστιανούς ορθόδοξους της Aνατολής.
Η καταγραφή των μνημείων της αρχαιότητας θα επιτελεστεί από τους περιηγητές με προσοχή και όλο και αυξανόμενη ακρίβεια. Την αρχαιότητα αυτή θα ανακαλέσουν κατά την πρώτη περίοδο της σύστασης του νεοελληνικού κράτους για να συνδέσουν το παρόν με το παρελθόν και να νομιμοποιήσουν την καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων. Τα κείμενά τους προδίδουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους, καθώς και μία τάση να αποτυπωθεί το προσωπικό συναίσθημα και ο εξωτερικός κόσμος που το προκαλεί. Η Ελλάδα έχει ενταχθεί στο Grand Tour -το ταξίδι που έπρεπε να πραγματοποιήσει στην Ανατολή κάθε Άγγλος ευγενής- που οδηγεί μαζικά επιστήμονες και καλλιτέχνες στον ελλαδικό χώρο αυξάνοντας ανάλογα και τα αντίστοιχα κείμενα και έργα.
Και όλοι αυτοί οι ταξιδιώτες πώς έφταναν ως εδώ; Όσοι είχαν προορισμό την Κωνσταντινούπολη και τα Ιεροσόλυμα ερχόταν μέσω Βενετίας. Η κυριαρχία της Γαληνοτάτης σε όλη την ανατολική Μεσόγειο από τον 13ο αιώνα επέτρεπε την οργάνωση εμπορικών και προσκυνηματικών ταξιδιών με σταθμούς στα ελληνικά νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους.
Οι συνθήκες ταξιδιού αποτυπώνονται κυρίως στις περιγραφές των περιηγητών και λιγότερο στα σχέδια, καθώς αναζητούν προμήθειες, οδηγούς, υποζύγια και δραγουμάνους και κινδυνεύουν από τις ασθένειες, τους ληστές και την πειρατεία.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πόσο ελκυστική είναι η Ακαρνανία και η Αιτωλία; Ποιος κατευθύνεται προς τα μέρη αυτά και για ποιο σκοπό;
Αναζητώντας λοιπόν κανείς εικόνες της περιοχής συναντά πρώτα τα έργα περίφημων χαρτογράφων του 16ου αιώνα, όπως το νησολόγιο του G. Camocio, χαρτογράφου, εκδότη και τυπογράφου, που αποτυπώνει σε χαρακτικό τη διάταξη των αντίπαλων δυνάμεων κατά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1574. Η σχεδόν σύγχρονη με το γεγονός κυκλοφορία των χαρακτικών του καθιστά τις μαρτυρίες του πολύτιμες.
Το συγκεκριμένο θέμα, λόγω της σημασίας του, απαντάται και σε άλλους χαρτογράφους, όπως στον G. Rosaccio, γεωγράφο και χαρτογράφο, που στο έργο του θα συνδυάσει χάρτες με μικρά συνοδευτικά κείμενα.
Το θέμα παραμένει αγαπητό και τον επόμενο αιώνα, όταν ο λόγιος George Wheler ταξιδεύει το 1675 -76 μαζί με τον J. Spon στο πρώτο από τα δύο ταξίδια που πραγματοποίησε στον Ελλαδικό χώρο και αποτυπώνει τον Κορινθιακό κόλπο από τη Ναύπακτο μαζί με ζώα της περιοχής. Ο Wheler θα επιστρέψει στην Αγγλία δωρίζοντας πάνω από χίλια φυτά στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μαζί με τις συλλογές του των ελληνικών αρχαιοτήτων, ενώ το 1682 εκδίδει το χρονικό από το ταξίδι του.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1686, ο περίφημος μοναχός Coronnelli, χαρτογράφος, κοσμογράφος και εγκυκλοπαιδιστής εκδίδει μεταξύ άλλων μια πιο ακριβή άποψη της Ναυπάκτου με το κάστρο της. Ακόμη, ένα μικρογραφικό πλάνο των κάστρων Ρίου – Αντιρρίου και μία πολύ ενδιαφέρουσα απόδοση του πορθμού και της γεωμορφολογίας των δύο απέναντι χερσαίων τμημάτων.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Βρετανός W. Martin Leake, στο πλαίσιο των ταξιδιών του στην ηπειρωτική Ελλάδα, που περπάτησε κυριολεκτικά από άκρη σε άκρη, επισκέπτεται την περιοχή, ερχόμενος μαζί με δύο υπηρέτες, από την Κεφαλονιά.
Στις 12 Ιουνίου του 1805 φτάνει στο Μεσολόγγι όπου διανυκτερεύει και δύο μέρες αργότερα, στις 14 Ιουνίου επισκέπτεται έφιππος τα ερείπια του Κάστρου της κυρά Ειρήνης στον Ζυγό. Στις 9:45 το πρωί περνά το φυσικό άνοιγμα της Κλεισούρας, στο οποίο κάνει αναφορά ως τον πλέον σύνηθες δρόμο για να φτάσει κάποιος από το Μεσολόγγι στο Βραχώρι.
Οι αναφορές στην περιοχή πολλαπλασιάζονται. Ο Ιταλός ζωγράφος S. Pomardi, συνοδός του περιηγητή Dodwell αποτυπώνει το 1805-1806 με συνέπεια και με ζωγραφική αίσθηση, τοποθεσίες με αρχαία μνημεία που αντικρίζουν για πρώτη φορά, όπως η Πλευρώνα.
Ο Dodwell εκδίδει το 1834 το δικό του έργο όπου εικονίζει μέρος των αρχαίων ερειπίων της περιοχής παραθέτοντας ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία.
O Otto Magnus von Stackelberg (1787-1837) έζησε στην Ελλάδα από το 1810 έως το 1813 και επηρεασμένος από το αρχαιόφιλο πνεύμα της εποχής και τη ρομαντική ιδέα για την ενότητα φύσης, ζωής και τέχνης, περιηγήθηκε στην Eλλάδα –εδώ βλέπετε άποψη του Μεσολογγίου και της λιμνοθάλασσας- αποτυπώνοντας την αντίληψη της εποχής για τα μνημεία και τους σύγχρονους κατοίκους. «Tο μεγαλείο μιας σύνθεσης», έλεγε ο ίδιος, «βρίσκεται προπάντων στη γαλήνη και την απλότητα, όχι στο πάθος που υπερβάλλει και αυτοκαταστρέφεται».
Ο επίσκοπος Wordsworth (1807-1885) με κλασική παιδεία, ταξιδεύει στην Ελλάδα το 1832-33 και συνδυάζει τις αρχαιολογικές αναζητήσεις με το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη κατάσταση στη χώρα. Η αποτύπωση στα χαρακτικά έργα, που κοσμούν την έκδοση των κειμένων του, αποκαλύπτει τη νέα οπτική, που αποδίδει πλέον πιο πιστά τον τόπο και τους ανθρώπους. Ειδικά αυτοί οι τελευταίοι εντάσσονται στο τοπίο σε μικρή κλίμακα ως συμπληρωματικό στοιχείο.
Τα χαρακτικά που αφορούν τον τόπο αποτελούν πειστήρια μιας συντελεσμένης ή επινοημένης πραγματικότητας, χαρακτηρίζονται από αυταπόδεικτη αξία, που τα καθιστά σημαντικά για την ιστορική μελέτη και την επανερμηνεία του κόσμου του παρελθόντος.
Παράλληλα, οι κειμενικές μαρτυρίες που τα συνοδεύουν, αποτελούν απόρροια της πολιτισμικής συγκρότησης των ιδίων των περιηγητών και αναφέρονται στην αρχαία και σύγχρονή τους εποχή.
Πολλοί επισκέφθηκαν την περιοχή και όλοι τους έχουν να περιγράψουν ή να σχολιάσουν κάτι. Όμως ας παρακάμψουμε τους πολύ γνωστούς, όπως τον Pouqueville, που πέρασε από την περιοχή το 1814-15 και ας δούμε ορισμένους όχι τόσο δημοφιλείς αλλά σημαντικούς.
Ο Αυστριακός διπλωμάτης Prokesch von Osten θα επισκεφθεί την Ελλάδα το 1834 και το 1853 θα δημοσιεύσει χάρτη του Μεσολογγίου, όπως ήταν κατά την πολιορκία των Τούρκων του 1826. Η έκδοση, λόγω του φιλελληνικού της χαρακτήρα, με εντολή του Μέτερνιχ, θα αποσιωποιηθεί και θα επανακυκλοφορήσει το 1867 με νέα σελίδα τίτλου.
Ο λόγιος William Mure του Caldwell (1799-1860) ταξίδεψε στην Ελλάδα παραμένοντας για πέντε μήνες, Φεβρουάριο με Απρίλιο, του 1838. Οι περιγραφές του για τις περιοχές που επισκέπτεται και οι ιστορικές αναφορές του συμπληρώνονται από πολλές λεπτομέρειες που αφορούν το ταξίδι του. Ταξιδεύει με πλοίο από την Ανκόνα, και μετά από την απαραίτητη σκάλα στην Κέρκυρα και την Ιθάκη, περνά απέναντι στον Πεταλά, κατευθυνόμενος νότια. Επισκέπτεται τις Οινιάδες και σχεδιάζει μέρος των ορατών ερειπίων.
Ο Mure αφιερώνει το 12ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου στο Μεσολόγγι και περιγράφει σε 25 σελίδες τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου. Οι πληροφορίες που καταγράφει είναι πολύ σημαντικές για την εποχή και σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την εκπαίδευση. Παραθέτω: «Εκτός από σχολές θεολογίας και ιατρικής η σύγχρονη Ελλάδα διαθέτει πέντε γυμνάσια ή πανεπιστήμια στην Αθήνα, το Ναύπλιο, το Μεσολόγγι, την Ύδρα και τη Σύρα.».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Γάλλου ζωγράφου και περιηγητή Dominique Papety (1815-1849), σημαντικού καλλιτέχνη με βραχύ βίο, μιας και πέθανε σε ηλικία 34 ετών από χολέρα. Επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1846 και το 1847. Στα carnets de voyages, στα ταξιδιωτικά του λευκώματα δηλαδή, που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, συμπεριλαμβάνονται και ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα, ανέκδοτα μέχρι σήμερα, σχέδια. Απότοκα της περιήγησής του έχουν σχεδιαστεί σε κάθε στάση του, όπου το φυσικό τοπίο και οι άνθρωποι παρουσίαζαν για τον καλλιτέχνη ενδιαφέρον. Αποτυπώνουν γενικές απόψεις και επί μέρους λεπτομέρειες. Με μολύβι και σε μερικές περιπτώσεις επιζωγραφισμένα με χρώμα, γεμίζουν δύο χαρτόδετα άλμπουμς. Τα ερείπια της Πλευρώνας, ένας φοίνικας στο Μεσολόγγι μαζί με οικίες της πόλης αποδίδουν σχηματοποιημένα τον οικιστικό ιστό. Ακολουθούν δύο ακόμη σχέδια που εικονίζουν το ένα τους τάφους των πεσόντων στην Ιερή πόλη και το δεύτερο τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη με το χαρακτηριστικό επιτύμβιο άγαλμα, αντίγραφο του έργου του David d’Angers, που παριστάνει την ψυχή ως νεαρό κορίτσι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι όλα τα σχέδια αφορούν τη σύγχρονη προς τον ζωγράφο πραγματικότητα. Η εικόνα του τόπου αναδύεται μέσα από τη λεπτομέρεια και την καθημερινότητα, όπου η αρχαία ερειπιογραφία βρίσκει πάντα τη θέση της.
Τα αρχαία μνημεία αποτελούν τα ορατά πειστήρια της σύνδεσης των σύγχρονων κατοίκων με το αρχαίο κλέος, γι’ αυτό και αναζητούνται όχι μόνο για το γραφικό στοιχείο. Η σύγχρονή τους πραγματικότητα ελκύει το βλέμμα και αποτυπώνεται εναργέστερα, ενώ ο απόηχος του ρομαντισμού είναι αισθητός, ακόμη και προς το τέλος του αιώνα.
Στα σχέδια του Papety, όπως και άλλων περιηγητών, αποδίδεται η νεοελληνική φυσιογνωμία σε μια στιγμή που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αγωνίζεται να εδραιώσει θεσμούς που θα το εντάξουν μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Καθώς φθάνουμε στα μέσα του αιώνα, σταδιακά, οι ταξιδιώτες αντικαθίστανται από τους τουρίστες. Τα ταξίδια είναι προσιτά σε μεγαλύτερο μέρος του αστικού πληθυσμού της Δυτ. Ευρώπης και το πρώτο ταξιδιωτικό γραφείο, του περίφημου εξερευνητή Cook ανοίγει στην Αγγλία στα 1845. Παράλληλα οι ταξιδιωτικοί οδηγοί πληθαίνουν, όπως αυτός των εκδόσεων Murray του 1854, που συμπεριλαμβάνει μεταξύ των προτεινόμενων διαδρομών, και αυτή με το νούμερο 12, από το Μεσολόγγι στη Βόνιτσα. Οι δύσκολες συνθήκες μετακίνησης θα διαρκέσουν μέχρι την έλευση του σιδηροδρόμου. Στον οδηγό αναφέρεται ότι για να διανύσει κάποιος την απόσταση μεταξύ Μεσολογγίου και Βραχωριού χρειάζεται 3,5 ώρες.
Κάποια χρόνια αργότερα ο Rufus Richardson, ο Διευθυντής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, θα πραγματοποιήσει αρκετά ταξίδια στην περιοχή μεταξύ των ετών 1890 και 1902. Η έκδοση που θα δει το φως το 1903 περιγράφει τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του στην Αιτωλοακαρνανία και τα μνημεία της και τη μοναδικότητα του τοπίου της, ενώ χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του σε σχέση με την περιοχή. Παραθέτω: «Το ταξίδι στην Αιτωλία και την Ακαρνανία, που θεωρούνταν ημιάγριες στην κλασική εποχή, πάντα όμως ελκυστικές σε φυσική ομορφιά, με μεγάλες λίμνες και ποτάμια που κινούνται μεγαλοπρεπώς (σπάνιο πράγμα στην Ελλάδα) και στεφανωμένες από ψηλά βουνά, είναι ίσως το ωραιότερο στην Ελλάδα.»
Ο Richardson θεωρεί τις Οινιάδες, στις οποίες η Σχολή θα αρχίσει ανασκαφές το 1901, ως τον πιο εντυπωσιακό αρχαιολογικό χώρο της περιοχής και πιστεύει ότι: «Όποιος δεν τις επισκεφθεί κάνει μεγάλο λάθος.»
Το πιο σημαντικό προσόν του τόπου λοιπόν είναι η ιστορική μνήμη που εγκλείει. Τα χαρακτικά, με θέματα από αυτόν τον τόπο, διηγούνται την ιστορία του και μας ωθούν να αναρωτηθούμε τι θυμόμαστε και πώς θυμόμαστε το παρελθόν μας, ανοίγοντας ένα παράθυρο στο χρόνο, ενώ η λιμνοθάλασσα συνεχίζει να αγκαλιάζει «την πιο ρομαντική περιοχή της Ελλάδας» σύμφωνα με τον Richardson.
Η προφανής αρχαιολατρεία αποκλείει το Βυζάντιο μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όπου απεικονίζονται σποραδικά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της περιοχής. Η Αγία Τριάδα της Κλείσοβας, η παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Παναγία της Φοινικιάς, η βυζαντινή Επισκοπή Μάστρου, που τιμάται στο όνομα του Αγίου Ιωάννη, ο Άι Γιάννης της Θολής, ο Άγιος Νικόλαος ο Κρεμαστός με το θαυμάσιο, και παλαιότερο στον ελλαδικό χώρο, εικονογραφικό πρόγραμμα του 999 μ.Χ. και την ύπαρξη βιβλιογραφικού εργαστηρίου, το σπήλαιο του Αγίου Νικολάου στη Βαράσοβα, το Άγιον Όρος της Δ. Στερεάς, ο Άγιος Σώστης στο Βασιλάδι, η Αγία Αγάθη, η Παναγία η Προκοπανισιώτισσα, είναι μερικά μόνο από τα σημαντικά χριστιανικά μνημεία της περιοχής.
Αόρατα στα μάτια των περιηγητών, μελετώνται και αναδεικνύονται με αργό ρυθμό τα τελευταία εκατό χρόνια. Συγκροτούν, μαζί με τα αρχαία μνημεία, ένα τοπίο πολιτισμού και ιστορίας. Παράλληλα, αυτό το τοπίο, με την έννοια της ανθρωπογενούς οντότητας αλλά και μέσα από τις συμβολικές του διαστάσεις, προσφέρει μαρτυρίες σχετικές με την αποτύπωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Σήμερα λοιπόν, περισσότερο από ποτέ, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε όλον αυτό τον πλούτο. Πριν όμως μιλήσουμε για σχεδιασμό της τουριστικής αξιοποίησης του τόπου, θεωρώ ότι πρέπει να μιλήσουμε για κάτι άλλο. Για το τι θέλουμε να δείξουμε στους επισκέπτες μας.
Ποια εκδοχή της συλλογικής μας μνήμης θα αφηγηθούμε; Σήμερα, που ανθεί η Πολιτιστική Διπλωματία, δηλαδή η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής μέσω των διαφόρων εκφάνσεων του πολιτισμού, με στόχο την προβολή εκείνων των πολιτιστικών στοιχείων και ιστορικών δεσμών που προωθούν την αλληλοκατανόηση και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών, δεν θα πρέπει να αναρωτηθούμε πρώτιστα ποιοι είμαστε; Και βέβαια με τι κριτήρια θα επαναφηγηθούμε τη δική μας ιστορία, τον δικό μας τρόπο ζωής; Εκτός από το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος, το θαυμάσιο κλίμα και το ανθρώπινο μέτρο, τι αντιπαραθέτουμε στο βλέμμα των σύγχρονων τουριστών που, όπως και οι περιηγητές των περασμένων αιώνων, αναζητούν μια διαφυγή; Μακριά από στερεοτυπικά και υπεραπλουστευτικά σχήματα του παρελθόντος, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια νέα τοποφιλία –νομίζω ότι ο όρος θα μπορούσε να χαρακτηρίζει ένα ευρύτερο σχέδιο- που θα οδηγεί τον επισκέπτη σε μια νέα σύνδεση με τον δικό μας κόσμο.
Η μέχρι τώρα πνευματική και αισθητική προσφορά του ελληνικού χώρου μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία μικρών επίγειων παραδείσων σε ανθρώπινο μέτρο. Και ποιος άλλος εκτός από μας –κι εννοώ εμάς κυριολεκτικά, όλους τους κατοίκους του τόπου- μπορεί να αφουγκραστεί, να οραματιστεί, να συνεργαστεί, και να επαναπροσδιορίσει μια νέα σχέση με τον εαυτό του, τον διπλανό του και τον κόσμο γύρω του; Αφήνοντας το ερώτημα ανοιχτό, επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα μικρό παράθεμα του Edward Dodwell, που σημειώνει: «Ήθελα να επισκεφθώ την Ελλάδα, να ερευνήσω τις αρχαιότητες, να συγκρίνω το παρελθόν της με το παρόν και να μη παραλείψω τίποτε που θα μπορούσε να είναι για τον επισκέπτη αντικείμενο ενδιαφέροντος ή πηγή χαράς.»