Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Πιάσαμε τζόκερ, Φρόυντ, είναι δύσκολο να είμαστε ευτυχισμένοι. Πονούμε από την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματος, τα ατελή ρυθμιστικά μέτρα σε διαπροσωπικές, διακρατικές και πολιτειακές σχέσεις. «Άνω θρώσκω» σημαίνει εφήμερος. Τα τελευταία χρόνια κρίσης και όξυνσης των διακρίσεων, από οργή, γίνεται και ανήμερος; Όχι, όταν στηρίζουμε το θέατρο κι αυτό εμάς.
Το «Καγκουρώ» του Βασίλη Κατσικονούρη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, στη σκηνή ‘‘Νίκος Κούρκουλος’’ του Εθνικού Θεάτρου, θίγει τη μετανάστευση και τις επιπτώσεις της σε μια ελληνική οικογένεια. Προφανές είναι ότι, τα καγκουρώ μαρτυρούν την Αυστραλία, μεταναστευτική πατρίδα πολλών Ελλήνων. Εκεί σκοπεύει να πάει ο γιος Ορφέας (Γιώργος Παπαπαύλου) και από εκεί έρχεται ο θείος Τάκης (Σπύρος Τσεκούρας). Εμφανές είναι, όμως, ότι αυτό το «ω» αντανακλά τον πληθυντικό της διασταύρωσης γενεών και, τρόπον τινά, ρηματικοποιεί την κατάσταση. Καγκουρώ σημαίνει «δεν μπορώ». Το βάρος με βουλιάζει.
Όλη αυτή η φορτισμένη κειμενική κατάσταση, την οποία εμπλουτίζουν ένας πατέρας εγγράμματος θετικά και αρνητικά (ο Δημήτρης-Χρήστος Σαπουντζής), η κοπέλα του Ορφέα, Μαρίνα (Λένα Δροσάκη), και ο μυστηριώδης Κέρβερος (Μελέτης Ηλίας) σαν το οξύμωρο θεριό άγρυπνης αγριότητας που κοιμάται, ήθελε μια σκηνοθεσία φρέσκια, δυνατή, μοντέρνα, για να μην στραφεί εναντίον του εαυτού της. Τα έχει αυτά τα στοιχεία η άποψη Μυλωνά. Και χάρηκα που δεν υπήρχε βίντεο. Ενώ, από τη σκηνική δυναμική της Δ. Λιάκουρα, διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο, όπου οι χαρακτήρες δοκιμάζονται στην αντοχή, στη συνύπαρξη, στον αγώνα με τον εαυτό τους. Καθώς τα όρια είναι περιορισμένα, ανοίγεται ένα παράθυρο στην χρήση καθημερινών σημείων: οι εννοιολογικές ασάφειες, σε σχέση με το τί είναι θεατρικό εν τέλει και τί όχι, λειτουργούν ως πεδίο εγρήγορσης. Ας θυμηθούμε, από την τέχνη, την «Μαλακή Τουαλέτα» (1966) του Κλάους Όλντενμπουργκ. Αν λοιπόν, κίνδυνος για το συγγραφέα θα ήταν να υποπέσει σε ένα σκοτεινό, δεύτερο «μικρό Γάλα», ευτυχώς η μοντέρνα σκηνοθεσία πρόσθεσε στο κείμενο εικόνες, που νομίζω με παρέπεμψαν να φανταστώ το «Καγκουρώ» μόρφωμα για το ισοδύναμό του στα ισπανικά, εκεί που επίσης η κρίση απασχολεί.
Είδα την παράσταση της 16ης Οκτωβρίου, ύστερα από αποχή από τα θέατρα, οπότε πλέον οι ερμηνείες θα είναι ακόμη πιο συγκροτημένες. Στο σύνολό του, είναι ένα κείμενο που οι σχέσεις των χαρακτήρων δεν αφήνουν περιθώρια για πρωταγωνιστιλίκια. Είναι όλοι συνένοχοι σε αυτό που γίνεται, ενώ η παρουσία του Κέρβερου ενδεχομένως να έγκειται στη συλλογική ενοχή, μια ενόρμηση θανάτου αλλά και άγρυπνης αγριότητας, από την πλευρά των ενστίκτων και της αδάμαστης φύσης που δεν δωροδοκείται από αξιακές ιδέες. Μήτε η επιτυχία μήτε η εργασία προλαμβάνει τον πόνο. Η απάντηση στο ερώτημα, «πού ανήκει ο Έλληνας;», συνδέεται με τη διαφορά αντρικής–γυναικείας φύσης, ενώ η πρώτη εμφανίζεται περισσότερο φειδωλή στην πράξη, σε σχέση με τη γυναικεία, που θα αποδειχτεί πιο δυναμική και ανεξάρτητη. Η επιλογή του Κατσικονούρη να ξεκινήσει πάλι από την οικογένεια, δείχνει το ενδιαφέρον του για την αποτύπωση της σύγκρουσης ως αν επρόκειτο για μάχη θρησκείας-ζωής. Μόνος μου προβληματισμός είναι, ότι απέναντι σε αυτή τη μάχη, η αξία της ζωής μέσω των χαρακτήρων δεν θα πρέπει να αποδυναμώνεται αλλά να εντείνεται ακριβώς επειδή τα δεδομένα είναι πόνος και πάλι πόνος. Οπότε, εκεί, το θέμα είναι βαθύτερο και ξεφεύγει των ορίων των ερμηνειών. Με τον Κέρβερο πάντως, φυσικά και η ζωή πραγματώνεται. Είναι αυτός που φέρει και το αντίθετό της, το τρόπαιο του θανάτου, την νίκη της ζωής.