Πέρασα με το μηχανάκι έξω από την ΔΕΗ, πνιγμένος από το άγχος και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας και τους είδα μαζεμένους. Κεφάτους να τραγουδάνε και να λένε συνθήματα. Με μια ζωντάνια και έναν αυθορμητισμό που τον ζήλεψα. Εγώ δεν τον έχω πια…
Κοντοστάθηκα λίγο για να τους δω. Από τα κάγκελα κρεμασμένοι είχαν καταλάβει το κτίριο. Ζητώντας το δίκιο τους για τα πτυχία, αλλά και το δίκιο του λαού. Είναι ακριβό το ρεύμα για τον κόσμο και είναι δημόσιο αγαθό λένε μεταξύ άλλων…
Χαμογέλασα. Τι ωραία είναι να αγωνίζεσαι; Να αγωνίζεσαι. Άσχετα αν θα δικαιωθείς ή όχι. Άσχετα αν θα κερδίσεις. Να μάχεσαι. Γιατί δεν μαχόμαστε σκέφτηκα. Γιατί καθόμαστε παθητικά και τα δεχόμαστε όλα; Γιατί αρκούμαστε μόνο στο να βρίζουμε τον Τσίπρα που μας δούλεψε κανονικά;
Μετά πήρα παράδειγμα τον εαυτό μου. Αντί να κατέβω να φωνάξω μαζί σας, έβαλα μπροστά το μηχανάκι και συνέχισα. Τράπεζα, εφορία και ξανά τράπεζα. Ποια μάχη και ποιος αγώνας; Οι λογαριασμοί τρέχουν, το παιδί πρέπει να φάει, η σύζυγος παραπονιέται. Ποιος αγώνας και κουραφέξαλα;
Όχι ρε γαμώτο. Από την άλλη δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλη η ζωή θα συνεχίσει έτσι. Δεν ξέρω… Μπράβο στα παιδιά αυτά που κυνηγάνε το δίκιο τους. Απλά μπράβο. Συνεχίστε μπας και μας ξυπνήσετε κι εμάς.
Θα έρθω κι εγώ από κει. Μόλις τελειώσω την δουλειά – δουλεία… Ελπίζω να είστε ακόμα εκεί. Ελπίζω να με δεχτείτε.
Συνεχίστε…
Γ.Κ.