Tης Αντιγόνης Κατσαδήμα
Κατερίνα, θ. Βασιλάκου
Ύστερα από ένα ταξίδι σε διάφορες θεατρικές σκηνές της πόλης, η παράσταση «Κατερίνα» στο θέατρο Βασιλάκου βασίστηκε στην διάνοιξη του κειμένου του Κορτώ, ενισχύοντας την πρωτόγονη, άγρια μονάδα της επιθυμίας, σε μια απόπειρα εξερεύνησης των σχέσεων μεταξύ μοντερνισμού, πρωτοπορίας και μεταφυσικής. Η συμπαρουσία μουσικής, του Λόλεκ, ερμηνείας, της Λένας Παπαληγούρα, και ενδυνάμωσης- αποδέσμευσης από το πλαίσιο-του σκηνοθέτη της παράστασης, Γιώργου Νανούρη, δημιούργησε μια αυτόνομη περφόρμανς για το τυχαίο του είναι, αντιμετωπίζοντας το ανθρώπινο σώμα ως μηχανή τόσο τεχνική όσο και κοινωνική. Η ιστορία της Κατερίνας, η βιογραφία της μητέρας του συγγραφέα, -ενόσω ο ίδιος τοποθετεί τον εαυτό του ενώπιον του πειράματος, να δει με άλλον τρόπο την γνωστή τροπή των γεγονότων-, επέτρεψε την υφολογία του fluxus, για μια γεωμετρία που εναντιώνεται στον εαυτό της. Ψυχοδυναμικά, η σκηνοθετική προσέγγιση βοήθησε το κείμενο, προτείνοντας μια δυνατή παράσταση για ένα δύσκολο θέμα, όπως είναι η αυτοκτονία, και, βέβαια, για το βεβαρυμένο ιστορικό του και τις προεκτάσεις του στη ζωή μετά. Αν και συνέβη συμπτωματικά, ειρωνικά, κριτικά, επρόκειτο για μια αφήγηση που κρατά το ενδιαφέρον, – αυτό οφείλεται στην Παπαληγούρα- ενώ, στις μικρές παύσεις, η μουσική γλυκαίνει την ατμόσφαιρα χωρίς να την αποδυναμώνει.
Ξένοι, Εθνικό
Η ιδέα του ξένου, σήμερα, δεν είναι μόνο μια φιλοσοφική ιδέα προς διερεύνηση, αλλά μια υπαρκτή πραγματικότητα, στο πλαίσιο των πολυπολιτισμικών ή παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών που καλούνται να γίνουν κοινωνίες ξανά, ενσωματώνοντας ενεργά τα νέα στοιχεία. Με αυτήν την έννοια του ξένου καταπιάνεται το έργο Ξένοι του Σέρτζι Μπελμπέλ στο Εθνικό Θέατρο. Αν και σε σύντμηση, το κείμενο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη δίνει τη δυνατότητα να προβληματιστούμε για την ξενότητα που κυριαρχεί στις σύγχρονες ζωές μας. Ενώ η αισθητική της παράστασης, και διά του φωτισμού της, αποπνέει μια αύρα ανήσυχης μελαγχολίας, παραπλήσια των έργων του Χόπερ που έθιξε τη μοναξιά και την αποξένωση, σε συνδυασμό με την έλλειψη επικοινωνίας. Ένα σπίτι, από το τώρα στο πριν και τανάπαλι, δείχνει την παροδικότητα και το εφήμερο της ζωής, ενώ έρχεται το γήρας και, μαζί με αυτό, ξεδιπλώνονται και οι ανθρώπινες διαφορές, οικονομικές και μη. Η επιλογή να αποδοθεί το θέμα της αποξένωσης αντιστικτικά, σε σχέση με την οικογένεια αλλά και σε σχέση με την διαμερισματοποιημένη κοινωνία, πετυχαίνει στο σύνολό της, αν και εν μέρει κάποιες σκηνές συμβαίνουν πιο άμεσα από ότι θα περίμενε κάποιος που θα βρισκόταν από την πλευρά του αναγνώστη. Οι ερμηνείες αγκαλιάζουν το έργο, με τη Λυδία Κονιόρδου –μητέρα, κόρη- και τον Θέμη Πάνου-πατέρα, γιο- να έχουν κυρίως την ευκαιρία να διαβούν από τα ηλικιακά σύνορα του ενός ρόλου στον άλλο και να προσδιορίζουν βασικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε σχέση με το θάνατο και το φόβο απέναντί του.