Tης Αντιγόνης Κατσαδήμα
Το αφήγημα «Ιγκουάνα» του Ντενί Τεριώ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα, εκφράζει έμμεσα την δυσπιστία του συγγραφέα για την προσκολλημένη στον αστισμό λογοτεχνία. Στην προκειμένη περίπτωση, μία συγκεκριμένη εικόνα της φύσης, η ιγκουάνα, ξεφεύγει του πλαισίου της, αποκολλάται και προσφέρεται για πολλαπλές αποδόσεις. Η ιγκουάνα είναι το δώρο, η αναγνωριστική πράξη χρέους και αποθέματος. Είναι ο φίλος, το άλλο «εγώ» αλλά και γίνεται το «εγώ» ένας άλλος, ενώ ο Τεριώ λαμβάνει την γλωσσοκεντρική της ταυτότητα υπόψη, την ιγκουάνα όπως «ίγκο», ένα ναρκωμένο «εγώ» από τα χαρίσματα του άλλου. Αυτή η δραματοποιημένη ταυτότητα, λοιπόν, της ιγκουάνας είναι καθοριστική της ουσίας του κειμένου, διατρέχοντάς το από την αρχή έως το τέλος.
Ανατρέχοντας στην ιστορία της υπόθεσης, η απώλεια του πατέρα σε ατύχημα και ο σοβαρός τραυματισμός της μητέρας του κεντρικού χαρακτήρα-αφηγητή, του κληροδοτούν ένα δύσκολο παρόν, με μεσολαβητές τον παππού και την γιαγιά. Τα σχολικά χρόνια, ωστόσο, τον φέρνουν σε επαφή με τον Λουκ Μπεζό που θα γίνει ο καρδιακός φίλος του, σημείο αναφοράς και διττότητας, ο διαμεσολαβητής. Αρκεί να διαπιστωθεί πόσες φορές, το όνομα «Λουκ» αναφέρεται μέσα στο κείμενο, σε αντιδιαστολή με το όνομα του αφηγητή. Με τον Λουκ και τη δική του βεβαρημένη ζωή, αρχίζει η αληθινή ιστορία μεταξύ των δύο φίλων, ενώ αναπτύσσεται το ποιητικό εγώ που συνδέει και σμιλεύει τα γεγονότα σε μια νέα γλώσσα αντί να τα αναλύει.
Μερικές από τις φράσεις που ενδυναμώνουν την ποιητική γλώσσα απαντώνται, μέσα στο κείμενο, σε σχέση με τον Λουκ, τον χαρισματικό αλλά πιο γήινο χαρακτήρα, το παιδί της φύσης. Λόγου χάρη, ανακαλύπτοντας αυτήν την γλώσσα, στο κεφάλαιο 19-ας σημειωθεί ότι τα κεφάλαια θα μπορούσαν να είναι και σελίδες ενός ημερολογίου-ο συγγραφέας-αφηγητής τονίζει πως «το σαυροειδές συγχωρεί τη μειωμένη μας προσοχή και συνεχίζει να με τροφοδοτεί με φρέσκα όνειρα». Μετά την παρένθεση που εξυμνεί την κουλτούρα των καταδύσεων, φτάνει στο σημείο να απορήσει: «μήπως έχω αρχίσει να μετατρέπομαι κι εγώ σε τρίτωνα; Είναι η ιγκουάνα που αντηχεί στην ψυχή μου τη νοσταλγία εκείνων των γενέθλιων νησιών ή ο φίλος μου που ρέει μέσα μου;».
Η ροή αυτής της έντεχνης ποιητικότητας, όπως διανθίζεται με εικόνες-δάνεια της φύσης, αποκτά δύναμη μέσα από την αξιοποίηση της φροϋδικής κληρονομιάς. Πολύ εύστοχα, ο πατέρας γίνεται το ακέφαλο φάντασμα, το εμπόδιο που απαγορεύει την επαφή του αφηγητή με τη μητέρα του, ο «δεσμοφύλακας του 54ου χιλιομέτρου». Και, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης μαγείας που εκπέμπεται από την λογοτεχνία, η πράξη της συγκόλλησης αφορά στην επιθυμία άρσης του εμποδίου, στην επανένωση με τη μητέρα και στην γενικότερη συμφιλίωση με το παρελθόν. Για το σκοπό αυτό, η διαμεσολάβηση του ξένου, του Λουκ, είναι κομβικής σημασίας, ώστε τα πράγματα να πάρουν μια φυσική τροπή, να εξελιχτούν.
Απέναντι σε αυτήν την πορεία της εξέλιξης, φαίνεται πως ο Λουκ είναι αυτός που προσφέρει στην εξέλιξη αλλά η ζωή του ίδιου δεν εξελίσσεται. Εξελίσσεται η τέχνη του, αυτό που δίνει στους άλλους. Η αφήγηση που κινείται ανάμεσα στην (υπερ)αξία της φύσης και την αντίστοιχη της ζωής καθαυτής θεμελιώνει την ελευθερία του ατόμου που πραγματώνεται στη σύμπραξη και στην αλληλοστήριξη χωρίς ιδιοτέλεια αλλά και αντιμαχόμενοι του μικροβίου της. Το τέλος της ιστορίας υπηρετεί αυτήν την ελευθερία που υπερνικά τα υπόλοιπα και έρχεται ακόμη και να διασώσει τη μελαγχολία, καταδεικνύοντας πως και η μελαγχολική φύση του ατόμου, κατά βάθος, συνηγορεί στην μάχη εναντίον της ύλης και του περιττού.
Ένα ύστατο σχόλιο επάνω στην ΙΓΚΟΥΑΝΑ, του Ντενί Τεριώ θα ήταν το εξής: ο Τέννεσι Ουίλλιαμς έγραψε Τη νύχτα της Ιγκουάνας, αλλά ο Τεριώ εντρύφησε στην ημέρα της που γίνεται νύχτα, για να ξαναγίνει ημέρα. Ακριβώς όπως συμβαίνει με την ανθρώπινη φύση που δημιουργεί για να ζει και ζει για να πεθαίνει. Στον απόηχο αυτής της καθημερινής πάλης και φθοράς, τα εμπόδια γίνονται ευκαιρίες και οι ευκαιρίες αναδεικνύουν το αξεπέραστο σθένος της μεγαλοψυχίας, την ελευθερία της.