Γράφει ο Θοδωρής Πελαγίδης* @kathimerini.gr
Η συζήτηση για το αφορολόγητο είναι περίπου απαγορευμένη. Οχι αδίκως. Πρόκειται για την ιερή αγελάδα της παραοικονομίας, το σιδηρούν παραπέτασμα της χώρας. Το παλίμψηστο της προσοδοθηρίας νομοθετημένης μάλιστα από το ίδιο το κράτος. Ναι, το ελληνικό κράτος όπως το έχουν καταντήσει τα κατεστημένα επιμέρους συμφέροντα, μικρά και μεγάλα. Το κλωτσοσκούφι της χώρας, αυτό από το οποίο όλοι απαιτούν και ταυτόχρονα όλοι καταγγέλλουν.
Πραγματικά είναι ατέλειωτος ο κατάλογος των απίθανων στρεβλώσεων της ελληνικής οικονομίας. Το γράμμα όμως των «ανόητων» τεχνοκρατών του καταραμένου Ταμείου έθεσε αυτήν τη φορά στο κέντρο του ενδιαφέροντος την απαγορευμένη συζήτηση.
Το φορολογικό σύστημα, μέσω του αφορολογήτου και των κλιμακίων του γενικότερα, «διανέμει» ή καλύτερα παραιτείται κατά 3,9 δισ. ευρώ από τους μισθωτούς και κατά 3,4 δισ. ευρώ από τους συνταξιούχους, σύνολο 7,3 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 6,2 δισ. ευρώ αφορούν εισοδήματα έως 25.000 ευρώ! Η απαλλαγή αυτή από φόρους αφορά 2,6 εκατομμύρια συνταξιούχους –εκ των οποίων 630.000 συνταξιούχους της γενικής κυβέρνησης– και άλλα 2,2 εκατ. μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι το φορολογικό σύστημα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είναι το προοδευτικότερο της Ε.Ε. κι ένα από τα πιο προοδευτικά στον κόσμο. Εν άλλοις λόγοις, η Ελλάς θα έπρεπε να παρουσιάζει μια εικόνα της διανομής του εισοδήματος εξισωτική, με πολύ χαμηλές εισοδηματικές ανισότητες. Και όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η διανομή του εισοδήματος είναι η πιο άνιση στην Ευρωζώνη ωσάν να προκύπτει από μια οικονομία με χαρακτηριστικά αγγλοσαξονικής “νεοφιλελεύθερης” οικονομίας. Η προφανής εξήγηση είναι ότι πίσω από τα –δηλωμένα– χαμηλά εισοδήματα κρύβεται, ή κρυβόταν έστω, υψηλή παραοικονομία. Οχι στις λίγες μεγάλες, ελεγχόμενες και με οργανωμένα λογιστικά τμήμα επιχειρήσεις, ούτε καν στους λεγόμενους ευκατάστατους, τους προνομιούχους…
Ιδιαιτέρως, όμως, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα πληρώνουν και δυσανάλογα υψηλές ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Τις μεγαλύτερες ποσοστιαία στον σχετικά χαμηλό μισθό τους, συμβάλλοντας έτσι περαιτέρω στην ανισοκατανομή του εισοδήματος, ιδιαιτέρως τώρα ανάμεσα σε εργαζομένους στον ιδιωτικό και εργαζομένους στον δημόσιο τομέα. Πρόκειται δε για μια στρέβλωση κινήτρων άνευ προηγουμένου, που καταστρέφει συγκεκριμένα το κίνητρο για εργασία και επιχειρηματικότητα στον ιδιωτικό τομέα.
Αλλά ας επανέλθουμε στο αφορολόγητο. Αν θέλουμε να υπάρχουμε ως κοινωνία και όχι απλώς ως ένα σύνολο ιδιωτών ή ομάδων οργανωμένων στα χαρακώματα του τύπου «όλοι εναντίον όλων», όπως έλεγε η Μ. Θάτσερ, πρέπει να αποφασίσουμε ποιους θα βοηθήσουμε με το αφορολόγητο, με το ελάχιστο δηλαδή περίσσευμα αυτής της αβαθούς οικονομίας. Από το 2011 έχουμε αναλύσει το ζήτημα με τον Μ. Μητσόπουλο (Understanding the Crisis in Greece, MacMillan/Palgrave), και η πρότασή μας είναι να βοηθηθούν μέσω του αφορολογήτου οι πραγματικά φτωχοί (δηλαδή αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό), οι σκληρά εργαζόμενες οικογένειες με δύο παιδιά και οι πραγματικά ηλικιωμένοι σε δύο κλίμακες, άνω των 67 και άνω των 70 ετών. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες θα πρέπει να έχουν γενναίες φοροαπαλλαγές για την αντιμετώπιση της φτώχειας, της προστασίας της τρίτης ηλικίας και του οξύτατου δημογραφικού αλλά και της προσφοράς στην κοινωνία της μέσης οικογένειας με παιδιά.
Σχετικώς με τις συντάξεις και τον θόρυβο που έχει προκληθεί τελευταία με τη δημοσίευση του σχολίου των τεχνοκρατών του ΔΝΤ, επισημαίνεται ότι το 28% (676 εκατ.) του μηνιαίου λογαριασμού για συντάξεις είναι για «συνταξιούχους» μεταξύ 51-65 ετών, και άλλο ένα 18% (440 εκατ.) για συνταξιούχους ανάμεσα στα έτη 66-70, σύνολο περίπου 1,1 δισ. μηνιαίως από ένα σύνολο μηνιαίου ποσού 2,4 δισ. Εάν πρέπει να εξοικονομηθεί ένα ποσό από τους πρόωρα συνταξιοδοτηθέντες, δηλαδή έως 65 ετών, τότε το αφορολόγητο εκεί μπορεί να περιοριστεί δραστικά σε σχέση με αυτό που υφίσταται γι’ αυτούς σήμερα. Δηλαδή, συγκεκριμένα, η συνολική φοροαπαλλαγή των 3,4 δισ. θα περιοριστεί στο 2,1 δισ. περίπου, ενώ η διαφορά θα βαρύνει τους πρόωρα συνταξιοδοτηθέντες 50-65 ετών.
Αυτός είναι ένας τρόπος και κοινωνική δικαιοσύνη να υπάρξει, και να μη μειωθούν άμεσα οι συντάξεις που δίνονται, και να βελτιωθούν τα κίνητρα για εργασία και αργή συνταξιοδότηση. Διαφορετικά, δεν έχει νόημα να συζητάμε.Ας μην αφήσουμε τη γενιά αυτή που φεύγει να καταστρέψει την επόμενη, δηλαδή τα παιδιά της, με μόνη διέξοδο διαφυγής για τα παιδιά το εξωτερικό. Θα βρει κανείς το θάρρος να πει τα πράγματα με το όνομά τους;
* Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution, U.S.