Του Δημήτρη Παπαδάκη
Η ταμπακιέρα λοιπόν και πάλι για τη Δικαιοσύνη. Από το γιατί ο Καμμένος μίλησε με έναν κατάδικο, το αν είναι ή όχι τρομακράτισσα η Ηριάννα και το αν η μη καταβολή δεδουλευμένων συνιστά ή όχι βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Η συζήτηση γίνεται και πάλι, όπως όλες οι συζητήσεις, με στόχο τα πρόσκαιρα κομματικά οφέλη, τον αποπροσανατολισμό και τη δημιουργία σύγχυσης στους πολίτες.
Το βασικό πρόβλημα της Δικαιοσύνης είναι το ίδιο το Σύνταγμα και η διάταξη (παράγραφο 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος) που προβλέπει την επιλογή Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων από το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο. Όταν λοιπόν το Σύνταγμα δίνει την απόλυτη ελευθερία επιλογής στην εκάστοτε κυβέρνηση να επιλέξει την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και για διάκριση των εξουσίων. Για την ατελή κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, που είναι απόρροια του ισχύοντος συστήματος επιλογής, ευθύνονται όσοι είχαν την πρωτοβουλία των εκάστοτε συνταγματικών αναθεωρήσεων. Δηλαδή τα κόμματα.
Τα κόμματα που προτιμούν να διαιωνίζουν το υπάρχον σύστημα μέσω των αντιπαραθέσεών τους και να μην συζητούν ένα τόσο σοβαρό θέμα, που προφανώς θα αναδείκνυε τις ευθύνες τους. Και οι ευθύνες δεν σταματούν εδώ. Υπάρχουν ευθύνες για την υποστελέχωση των δικαστηρίων, για τις μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν ώστε να μειωθούν οι χρόνοι απονομής της δικαιοσύνης και ένα σωρό άλλα πράγματα. Το βέβαιο είναι ότι η δικαιοσύνη πάσχει. Από τους χρόνους που απαιτούνται στα δικαστήρια για να ξεμπλοκάρουν οι απαλλοτριώσεις για τα οδικά έργα, μέχρι τις μεγάλες ποινικές υποθέσεις τύπου Noor1 και τα μεγάλα σκάνδαλα. Tη Δικαιοσύνη οι πολιτικοί δεν την θέλουν, δεν την αντέχουν ανεξάρτητη γι’ αυτό και την κρατούν δέσμια και έχουν το θράσος στην προσπάθειά τους να κατηγορήσουν ο ένας στον άλλον για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, να παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.