Γράφει ο Νίκος Σ. Κωστακόπουλος
Εκπαιδευτικός – Δημοτικός Σύμβουλος Θέρμου
Η άνοιξη ετοιμάζεται να παραχωρήσει τη θέση της στο καλοκαίρι, αφού πρόβαλε και πάλι φέτος περίτρανα πληθωρική στη Λογγά της Μελίγκοβας, έναν από τους πολλούς εγκαταλειμμένους παραρεμάτιους συνοικισμούς στην Κοιλάδα του Γιδομανδρίτη στο ορεινό Θέρμο, όπως εύγλωττα το μαρτυρούν αυτό και οι προβαλλόμενες εικόνες από την άνοιξη στη φύση της Λογγάς. Μια φύση αξιοζήλευτη και κάθε χρονιά το ίδιο θαλερή.
Παράλληλα όμως συνυπάρχουν στο ίδιο μέρος εικόνες και από μια άλλη άνοιξη στη Λογγά. Εικόνες που απεικονίζουν απομεινάρια της άνοιξης που είχαν δημιουργήσει οι ανθρωποκοινωνίες που διαβιούσαν ως πρόσφατα εδώ. Της άνοιξης που έχει παρέλθει εδώ και χρόνια, ίσως μάλιστα οριστικά. Είναι φυσικά οι εικόνες από τα “ανθρώπων έργα” στην εν λόγω περιοχή. Οι εικόνες που συνδέουν το σήμερα με το χθες. Οι εικόνες που αποκαλύπτουν τη βαθιά κρυμμένη ψυχή αυτού του τόπου και που πρέπει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο να προβάλλονται το ίδιο με τις εικόνες του θελκτικού τοπίου, καθώς το να προβάλλεται ψυχρά ένας τόπος χωρίς να αποκαλύπτεται παράλληλα η ψυχή του λίγη σημασία έχει, αφού όμορφα μέρη υπάρχουν παντού στη γη, αλλά δεν έχουν όλα την ίδια ψυχή κι αυτό είναι που καθιστά καθένα απ’ αυτά ελκυστικό. Η ποιότητα της ψυχής σε συνδυασμό με την εξωτερική του εμφάνιση. Όπως άλλωστε συμβαίνει αντίστοιχα και με τους ανθρώπους.
Η ανθρωποκοινωνία, λοιπόν, που υπήρχε εκεί ως πρότινος δεν υπάρχει πλέον, παρά μόνο απομεινάρια της δραστηριότητάς της. Επιπλέον, σπάνια πατά πόδι ανθρώπου σ’ αυτόν τον ξεχασμένο τόπο για ν’ απολαύσει την ομορφιά του υπέροχου αυτού τοπίου, παρεκτός, ίσως, από τους περαστικούς που ενίοτε διέρχονται – εποχούμενοι πάντα, εννοείται – από τον δρόμο που οδηγεί από το Θέρμο στην Κοκκινόβρυση, ο οποίος είναι χαραγμένος στην απέναντι από τη Λογγά πλαγιά και σε απόσταση λίγων μέτρων ψηλότερα από το ποτάμι, ακριβώς στο ύψος του εν λόγω συνοικισμού και πολύ κοντά σ’ αυτόν, οπότε η ματιά κάθε περαστικού είναι αδύνατο να μην πέσει προς τα ‘κεί ηθελημένα ή αθέλητα. Κι ακόμα – πράγμα πιο σπάνιο, καθώς η περιοχή παραμένει ακόμη άγνωστη στο ευρύ κοινό – κάποιος φυσιολάτρης να σταματήσει για ελάχιστα λεπτά της ώρας για να απολαύσει την άδολη ομορφιά της Λογγάς ή / και να απαθανατίσει την εικόνα της με τον φωτογραφικό του φακό.
Έχουν πλέον παρέλθει περί τις τέσσερις δεκαετίες από τότε που αποχώρησε από τη Λογγά και ο τελευταίος μόνιμος κάτοικός της και κάτι λιγότερο από έξι δεκαετίες από τότε που γεννήθηκε εδώ το τελευταίο άτομο, η Μαρία Δ. Παπαθανασίου, στην οποία αφιερώνεται και το παρόν άρθρο ως απότιση φόρου τιμής για τον συμβολισμό που ενέχει αυτό το γεγονός. Κι όμως, η Λογγά υπάρχει ακόμη. Έστω κι έτσι, ως λείψανο του άλλοτε θαλερού εαυτού της, αφού ένα μόνο σπίτι έχει απομείνει όρθιο από τα δυο – τρία που υπήρχαν εδώ τελευταία και καμιά δεκαριά αρκετά παλιότερα.
Ένα σπίτι όρθιο και άλλο ένα ερειπωμένο, μια μισογκρεμισμένη αποθήκη, οι ξερολιθιές που συγκρατούν το χώμα στις τεχνητές αναβαθμίδες (πεζούλες), φθαρμένες σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη συντήρησής τους, τμήμα του μισοκατεστραμμένου υδραύλακα μέσω του οποίου μεταφερόταν το νερό από τον Γιδομανδρίτη που καθιστούσε καρποφόρα τα λιγοστά κτήματα της Λογγάς, μερικά ελαιόδενδρα που φυτεύτηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο από την εγκατάλειψη του συνοικισμού και κάποια άλλα γέρικα ήμερα δέντρα από αυτά που ζουν ακόμη από τους άλλοτε κατάφυτους με λογιών λογιών καρποφόρα δέντρα κήπους της Λογγάς, πως μηλιές, συκιές και κερασιές, είναι τα στοιχεία που μαρτυρούν από κοινού ότι εδώ έζησαν άνθρωποι. Κι όχι για μία αλλά για πολλές πολλές γενιές!!!
Παραδίπλα από τον συνοικισμό, στο πιο στενό σημείο του ποταμού κάτω από τον συμπαγή βράχο από τον οποίο διέρχεται ο δρόμος διακρίνονται, και από τον δρόμο ακόμη, ό,τι απέμεινε από τα βάθρα του κατεστραμμένου πετρογέφυρου που ως τη δεκαετία του 1950 αποτελούσε το κεντρικό πέρασμα του Γιδομανδρίτη από πολλά χωριά του ορεινού Θέρμου και της Ευρυτανίας προς το Θέρμο.
Καμιά τετρακοσαριά μέτρα πιο πάνω, στην άκρη στο ποτάμι το απομεινάρι από τον νερόμυλο με την πέτρινη κάλανη, “τον μύλο τ’ Αη-Νικόλα”, όπως τον αποκαλούσαν τότε, καθώς ανήκε στην ιδιοκτησία του Αγίου Νικολάου, του ενοριακού ναού της Κόνισκας. Ένας νερόμυλος που σκεπάστηκε από τα νερά της λίμνης που είχε σχηματιστεί προσωρινά στο ποτάμι εξαιτίας της μεγάλης κατολίσθησης στου Σαμαρά, η οποία συνέβη το 1958 λίγο πιο κάτω από τον νερόμυλο και είχε ως συνέπεια να βυθιστεί στο νερό ο νερόμυλος και να αχρηστευτεί και επιπλέον μετά το σπάσιμο της λίμνης να παρασυρθεί από τα νερά τόσο η προαναφερόμενη πέτρινη γέφυρα όσο και άλλος ένας νερόμυλος που βρισκόταν λίγο πιο κάτω ακριβώς απέναντι από τη Λογγά, του οποίου έχουν χαθεί και τα ίχνη. Μια κατολίσθηση, που αποτέλεσε και την αρχή του τέλους για τη Λογγά, αφού ειδικά λόγω της καταστροφής της γέφυρας ο συνοικισμός κατέληξε από τη μια στιγμή στην άλλη από πέρασμα που ήταν να καταστεί μια απομονωμένη γωνιά, από όπου δεν περνούσε πλέον κανείς.
Από τότε έχει να ξανακουστεί ο ρυθμικός ήχος από τις μυλόπετρες των δύο κατεστραμμένων νερόμυλων πλησίον της Λογγάς και φυσικά δεν ξανακούστηκε να έχει δει κάποιος τις νεράιδες που κατέβαιναν ενίοτε ως εκεί από την Κοιλάδα των Νεράιδων πιο πάνω, όπου κατοικοέδρευαν, και τις θωρούσαν οι κάτοικοι της Λογγάς να χορεύουν στο ποτάμι ή να ξεκουράζονται για λίγο στα πέτρινα παραπέτια του πετρογέφυρου κάποιες νύχτες αλλά και μεσημέρια και να αντηχεί ο τόπος από τα γέλια και τα τραγούδια τους και να λάμπει από την απόκοσμη ομορφιά και το μαγικό φως που εξέπεμπαν.
Μια στάση στο ξάγναντο λίγο πιο πάνω επί του δρόμου, ακριβώς από πάνω από τον κατεστραμμένο νερόμυλο, η θέαση του υδραύλακα που διέρχεται καταμεσής ενός γκρεμώδους τοπίου που κόβει την ανάσα και κυρίως ενός λιθόχτιστου τοίχου – του αποκαλούμενου “κιρέτσι”, λόγω του υλικού με το οποίο ήταν χτισμένος – στην εσοχή ενός μεγάλου γκρεμού, πάνω στον οποίο στηριζόταν το αυλάκι, πραγματικά μνημεία πολιτισμού αμφότερα τα στοιχεία αυτά, φέρνει στο νου τον τιτάνιο αγώνα που έδινε ο ελληνισμός για να επιβιώσει στην ορεινή ενδοχώρα σε εποχές δύσκολες όχι μόνο τα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και μεταγενέστερα ως πρόσφατα.
Όλα αυτά, και κυρίως – το σπουδαιότερο – το γραφικό ποτάμι που έδινε ζωή σε όλα αυτά, ο Γιδομανδρίτης, γέννημα της ύπαρξης του οποίου εκεί αποτελούν τα προαναφερόμενα στοιχεία, συγκροτούν την εντυπωσιακή πολυσύνθετη εικόνα ενός παραρεμάτιου “νανοοικισμού”, της Λογγάς. Μια εικόνα από τις κάμποσες αντίστοιχες που θα αντικρίσει κάποιος που θα επισκεφθεί την Κοιλάδα του Γιδομανδρίτη στο ορεινό Θέρμο. Γι’ αυτό και αξίζει αυτή να προβληθεί δεόντως.
Όχι τίποτε άλλο, δηλαδή, αλλά έτσι για να γυρνάει ο νους στα περασμένα και να αναπολεί τη ζωή των προγόνων μας που φιλοξένησαν αυτά τα απόμερα μέρη στις εσχατιές της Ελλάδας και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς. Έτσι, ως υπενθύμιση του χθες, για να τιμάμε το σήμερα και να προετοιμάζουμε καλύτερα το αύριο. Το αύριο για τις κοινωνίες που έχουμε πλέον δημιουργήσει σε μεγαλύτερες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις, εκεί, απόμακρα από τα βουνά, εκεί που χτυπάει η καρδιά της γνήσιας ελληνικής ψυχής.
Κι αυτό, γιατί για τη Λογγά – και για την κάθε Λογγά, για τον καθένα αντίστοιχου τύπου συνοικισμό ανά την Ελλάδα – δεν υπάρχει αύριο. Υπάρχει μόνο χθες. Το αύριο θα είναι η επιστροφή στο πολύ μακρινό χθες. Στο μακρινό παρελθόν που είχε προηγηθεί του ερχομού του ανθρώπου εδώ. Τότε που η φύση ήταν κυρίαρχη σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης, αφού δεν υπήρχε η ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτή.
Αλλά κι έτσι, πάλι εδώ θα θάλλει η ζωή. Όχι αυτή της ανθρωποκοινωνίας αλλά αυτή του φυτικού και του ζωικού βασιλείου.
Και δεν είναι λίγο κι αυτό!
Η ζωή θα συνεχίζεται στη Λογγά το ίδιο θαλερή με παλιότερα!!
Μόνο που στους ενοίκους δεν θα συμπεριλαμβάνονται άνθρωποι πλέον αλλά μόνο φυτά και ζώα!!!
Και πού είναι το πρόβλημα; Μήπως ζωή δεν είναι κι αυτό;
Εκτός, κι αν…
Ένα πράγμα μόνο απομένει, που ενδεχομένως ν΄ αλλάξει τη ροή των πραγμάτων όπως είναι σήμερα για την εν λόγω περιοχή…
Να ανασυσταθούν κάποιοι μονοπατόδρομοι (μουλαρόδρομοι) που ξεκινούσαν από τα χωριά της Ν/Α Ευρυτανίας, (Δομνίστα, Ροσκά, Ψιανά, Δολιανά και άλλα) και διερχόμενοι διά μέσω των χωριών του ορεινού Θέρμου στην περιοχή αυτή (Κοκκινόβρυση, Άγιο Θεόδωρο, Αμπέλια, Κόνισκα, Διπλάτανο, Άγιο Θεόδωρο, Αμπέλια) συναντιούνταν στον κεντρικό κορμό του μονοπατιού λίγο πριν τη Λογγά και στη συνέχεια ο δρόμος, αφού διερχόταν από τη Λογγά λόγω της ύπαρξης εκεί του πέτρινου γεφυριού, κατέληγε στο Θέρμο.
Εννοείται πως η ανασύσταση των μονοπατόδρομων, (έστω και ενός μόνο από τους προαναφερόμενους), μπορεί να γίνει στο πλαίσιο πάντα ενός φιλόδοξου προγράμματος ανάπτυξης του οικοτουρισμού στην ευρύτερη περιοχή του ορεινού Θέρμου, οπότε τότε η μοίρα και της Λογγάς μπορεί να είναι διαφορετική.
Όχι για να ξαναγυρίσει η ζωή σ’ αυτόν τον τόπο όπως ήταν παλιά – δεν θα είχε νόημα να γίνει κάτι τέτοιο στις σύγχρονες συνθήκες ζωής που επικρατούν στη σύγχρονη Ελλάδα και σίγουρα δεν μπορεί κάτι τέτοιο ν’ αποτελεί ζητούμενο – αλλά να προσφέρει αυτός ο τόπος ό,τι μπορεί στις νέες συνθήκες ζωής. Ν’ αποτελέσει μία από τις μικροσκοπικές οάσεις στους περιπατητές που θα διέρχονται και πάλι από εκεί, όχι λόγω βιοποριστικών αναγκών αυτή τη φορά αλλά λόγω της ανάγκης για δραπέτευση του σύγχρονου ανθρώπου από την καθημερινότητα, για εκγύμναση, για τουρισμό περιπέτειας, για υγεία.
Θα γίνει, άραγε, αυτό;
Ίσως ναι, ίσως και όχι!
Για την ώρα, πάντως, δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο!!
Αλλά, κανείς ποτέ δεν ξέρει!!!
Η μία άνοιξη, η άνοιξη της φύσης, εξελίσσεται και φέτος το ίδιο ελκυστική όπως κάθε χρόνο στη Λογγά!
Η άλλη άνοιξη, αυτή που δημιούργησε ο ανθρώπινος μόχθος των γενεών που έζησαν εδώ, είναι αποτυπωμένη στα απομεινάρια των δημιουργημάτων τους!!
Οι εικόνες και από τις δυο αυτές άνοιξες στη Λογγά συνυπάρχουν και είναι αμφότετες ορατές, με τα μάτια του σώματος αυτές της φυσικής άνοιξης, με τα μάτια του νου και της καρδιάς αυτές της άνοιξης της ανθρωποκοινωνίας της Λογγάς!!!