Του Απόστολου Κ. Κοκόλια* από το avgi.gr
Ένα από τα μικροσκοπικά και ιστορικά νησάκια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, το πιο γραφικό και το μόνο κατοικημένο, είναι το Αιτωλικό. Δεν είναι δημιούργημα της φύσης. Εμφανίστηκε μετά τον 12ο αιώνα μ.Χ. και είναι προΐόν των αλλεπάλληλων επιχωματώσεων στα αβαθή νερά, εκεί που στενεύει η λιμνοθάλασσα, σε συνδυασμό και με την επέκταση των πρώτων πελάδων, δηλαδή των πρόχειρων ξύλινων κατασκευών που «φύτευαν» επί χιλιετηρίδες στο νερό οι ντόπιοι ψαράδες. Έτσι, όλα σχεδόν τα ακριανά σπίτια του ήταν πέτρινα και χτισμένα μέσα στη θάλασσα. Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με γαΐτες, δηλαδή με βάρκες χωρίς καρίνα που σπρώχνονταν με ένα σταλίκι (κοντάρι) στα αβαθή νερά, άλλοτε από τον βαρκάρη και άλλοτε από κάποια νοικοκυρά που έκανε επίσκεψη στη γειτόνισσα για καφέ ή κουτσομπολιό, ακριβώς σαν τους γονδολιέρηδες. Γι’ αυτό και κάποιοι ονόμασαν το Αιτωλικό «μικρή Βενετία». Επιπλέον, στα μέσα του 19ου αιώνα το νησάκι αυτό συνδέθηκε με τις απέναντι ακτές με δύο πέτρινα τοξωτά γεφύρια, που ταυτόχρονα ήταν και δρόμος, απ’ όπου τα οχήματα και παλαιότερα και ένα τοπικό τρενάκι έμπαιναν στο νησί από την ανατολική πλευρά, το διέσχιζαν περίπου στη μέση και έβγαιναν από το δυτικό γεφύρι στην απέναντι ακτή.
Σήμερα, βέβαια, αυτή η γραφικότητα έχει κάπως περιοριστεί, αφού επί χούντας η παραλία μπαζώθηκε για να γίνει περιφερειακός δρόμος, ώστε τα οχήματα να μην κινούνται πια διασχίζοντας το νησάκι από το ένα γεφύρι στο άλλο. Έτσι τώρα τα σπίτια δεν είναι όλα πια μέσα στη θάλασσα. Επιπλέον τα πέτρινα γεφύρια έχουν “κάτσει” από το βάρος των διερχόμενων οχημάτων και του τρένου και σήμερα, βέβαια, είναι πάρα πολύ δύσκολο να συνεχίζουν οι γαΐτες το “πέρα δώθε” στις δύο πλευρές της λιμνοθάλασσας μέσα από τις καμάρες. Πέρα δε από όλα αυτά, έχει πια καταργηθεί και το τρενάκι.
Ένα απ’ αυτά τα εκατοντάδες ακριανά πέτρινα σπιτάκια του Αιτωλικού, που αποτελούσαν κυριολεκτικά στολίδια της λιμνοθάλασσας, είναι και το πατρικό της κορυφαίας και πιο πολυβραβευμένης διεθνώς Ελληνίδας χαράκτριας Βάσως Κατράκη.
Γράφει η ίδια σχετικά: “Το σπίτι μας ήταν σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά κάθονταν όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά τους μπακανιασμένα από την ελονοσία”.
Η Βάσω είχε μια ζωή και μια καλλιτεχνική σταδιοδρομία αφιερωμένη στον άνθρωπο. Δεν αρνήθηκε ποτέ ότι ανήκε σε μια ιδεολογία και πολιτική κοινωνική ένταξη και ούτε κλείστηκε αυτάρεσκα στον ιδιωτικό της βίο. Μόλις αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών εντάχθηκε στο λαΐκό κίνημα. Η ίδια περιγράφει στη συνέχεια τη ζωή της: “Ύστερα αμέσως πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντίσταση και μετά πάλι εμφύλιος πόλεμος, πάλι σκοτωμοί, άδικοι κι’ ακατονόμαστοι, εξορίες, φυλακές, δικτατορία, όλα τα δεινά της πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες”.
Υπήρξε τακτική συνεργάτιδα της “Αυγής”. Έγραψε γι’ αυτήν ο κριτικός τέχνης της εφημερίδας Κώστας Σταυρόπουλος: “Προσέγγισε τον κόσμο της τέχνης και του στοχασμού από τη θέση της μαχόμενης αντιστασιακής συνείδησης κι είχε τα μάτια της πάντα στην άκρη της ψυχής της και την εναγώνια αγρύπνια των δαχτύλων της κοντά στη σκανδάλη του χρέους της Αντιγόνης”.
Η Βάσω «έφυγε» το 1980. Όλο, σχεδόν, το έργο της δωρήθηκε από την οικογένειά της στην Πολιτεία και εκτίθεται εδώ και χρόνια στο μοναδικό για την Ελλάδα μουσείο χαρακτικής τέχνης που έχει ανεγερθεί και λειτουργεί στο νησάκι του Αιτωλικού, λίγο παραπέρα από τη γειτονιά της. Το πέτρινο όμως σπιτάκι της, που ήταν από τα πιο γραφικά που «λικνίζονταν» στη λιμνοθάλασσα, σήμερα πια είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Κανένας ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό. Ούτε ο καποδιστριακός Δήμος Αιτωλικού ούτε και ο καλλικρατικός Δήμος Μεσολογγίου, αλλά ούτε δυστυχώς και η Περιφέρεια και το υπουργείο Πολιτισμού. Νομίζω πως είναι άδικο και κάποιος πρέπει να παρέμβει.
* Ο Απόστολος Κ. Κοκόλιας είναι δικηγόρος – συγγραφέας