Του Δημήτρη Παπαδάκη
Εσάς πως σας φάνηκε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στις πρώτες 100 μέρες της; Όσοι ζουν μέσα στην πραγματική κοινωνία και όχι μέσα σε κάποιον κομματικό ή ιδεολογικό –πιθανά ιδεατό- κόσμο τους, χωρίς αμφιβολία θα αναγνωρίζουν ότι το πρώτο δείγμα γραφής της κυβέρνησης της ΝΔ είναι θετικό. Σε μεγάλο βαθμό όμως αυτό συμβαίνει, λόγω της σύγκρισης με την προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα. Μια κυβέρνηση που έσπασε όλα τα ρεκόρ της υπερφορολογήσης προκειμένου με τη συνήθη «σοσιαλιστική» τακτική να επιστρέφει στο τέλος της χρονιάς το 1% όσων πήρε από τις τσέπες των πολιτών τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι θετικό το αποτύπωμα της κυβέρνησης αυτές τις πρώτες 100 ημέρες όταν η μειώσεις φόρων βλέπουμε σιγά – σιγά να γίνονται πράξη και να νομοθετούνται. Επιπλέον δεν μπορεί παρά να κριθεί θετικά η κυβέρνηση, όταν βάζει στην ατζέντα της πολύ ψηλά θέματα που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα άγγιξε λόγω των ιδεοληψιών του, όπως τα ζητήματα της ασφάλειας (Εξάρχεια κτλ), το πανεπιστημιακό άσυλο κ.α
Σε σχέση λοιπόν στους θιασώτες της «Αριστεράς» του Τσίπρα, μπορεί κανείς να μιλά για επάνοδο στην κανονικότητα… Είναι όμως επάνοδος στην κανονικότητα τα απολύτως στοιχειώδη και τα αυτονόητα; Αρκεί αυτή η… κανονικότητα; Για μια χώρα και μια κοινωνία, που πέρασε όσα πέρασε τα τελευταία δέκα χρόνια, αυτή η… κανονικότητα δεν αρκεί! Στα χρόνια των μνημονίων αποκαλύφθηκε αυτό που τις προηγούμενες εποχές με το κρεσέντο του κρατικού δανεισμού και τα διάφορα ευρωπαϊκά πακέτα κουτσά – στραβά καλύπτονταν. Το μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της χώρας. Στα χρόνια των μνημονίων η χώρα, πήγε τον κατήφορο σε όλους τους δείκτες. Για να ξεκινήσει λοιπόν τώρα μια πορεία πραγματική και ουσιαστικής ανάκαμψης χρειάζονται βαθιές μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές. Βεβαίως δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την κυβέρνηση Μητσοτάκη που δεν πραγματοποίησε το μεταρρυθμιστικό σοκ που χρειάζεται η χώρα μέσα σε 100 ημέρες. Εξάλλου οι βαθιές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται κυρίως κάποιο χρονικό διάστημα για να αποδώσουν.
Τι πρόταξε όμως η κυβέρνηση τις πρώτες 100 ημέρες; Για παράδειγμα τις επενδύσεις. Το Ελληνικό. Και πολύ σωστά πράττει, όχι μόνο για το Ελληνικό, αλλά για μια σειρά επενδύσεων που παραμένουν στα συρτάρια. Οι μεγάλες επενδύσεις αν προχωρήσουν, προφανώς και θα συνδράμουν στην εισροή κεφαλαίων, στη μείωση της ανεργίας κτλ. Όμως δεν λύνουν το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Γιατί, για παράδειγμα, η Ελλάδα στην φετινή έκθεση ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ υποχώρησε δύο ακόμη θέσεις και βρέθηκε στην 59η θέση, από την 57η. Άλλο παράδειγμα: στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας, η Ελλάδα είναι ουραγός στις ευρωπαϊκές χώρες, κάτω από την 110η θέση στον κόσμο και συγκρίνεται ουσιαστικά με τις χώρες του τρίτου κόσμου. Όμως η Ελλάδα χρειάζεται να ξεκολλήσει από τον πάτο αυτών των δεικτών. Μόνο όταν αυτό συμβεί, θα μπορούμε να μιλάμε για επάνοδο στην κανονικότητα για τα δεδομένα μιας ευρωπαϊκής χώρας. Εκτός κι αν θεωρήσουμε καλό να συνεχίσουμε να παριστάνουμε την Κολομβία των Βαλκανίων. Ειρήσθω εν παρόδω και η Κολομβία μας ξεπέρασε στο δείκτη ανταγωνιστικότητας…
Οι αιτίες της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι γνωστές: γραφειοκρατία, διαφθορά, χρόνος απονομής δικαιοσύνης, κανενός είδους αξιολόγηση στο δημόσιο, αδιαφάνεια, εργασιακές σχέσεις που υπαγορεύονται από το κράτος – πατερούλη συχνά σε βάρος των συμφερόντων εργοδοτών και εργαζομένων και πολλά άλλα. Για όλα αυτά η κυβέρνηση δεν έχει δείξει ακόμη ικανά δείγματα γραφής. Περισσότερο θα μπορούσε να πει κανείς πως ακόμη κι όταν τα θίγει σε ρητορικό – λεκτικό επίπεδο, τα θίγει με ατολμία…