Του Δημήτρη Παπαδάκη
Η Ελλάδα έχει κάνει βήματα για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικότερης και πιο δυναμικής οικονομίας αναγνωρίζει η απολογιστική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σημειώνοντας, όμως, ότι η χώρα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διατήρηση της γενικότερης δημοσιονομικής ισορροπίας αλλά και την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο το ΔΝΤ με ένα κρεσέντο απαισιοδοξίας στο μέτωπο των προβλέψεων για το ρυθμό ανάπτυξης, τα πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος επιμένει στις κλασικές «συνταγές» μεταρρυθμίσεων με μείωση του αφορολόγητου ορίου, περικοπή της 13ης σύνταξης και των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους και κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.Οι προβλέψεις του εισέπραξαν τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του Έλληνα αντιπροσώπου στο Ταμείο Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, στην οποία μεταξύ άλλων τονίζεται ότι η έκθεση εστιάζει υπέρμετρα στις κληρονομιές του παρελθόντος και τις προκλήσεις, υποεκτιμώντας τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις…
Η αλήθεια είναι πως η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος μας έχει κάνει δικαιολογημένα αρκετά επιφυλακτικούς με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Όμως μια πολυσέλιδη έκθεση, όπως η έκθεση του ΔΝΤ, δεν περιλαμβάνει μόνο εκτιμήσεις. Περιλαμβάνει κυρίως συστάσεις για μέτρα που πρέπει να παρθούν για τη βελτίωση της οικονομίας, αλλά κυρίως είναι βασισμένες οι συστάσεις του σε στοιχεία μη αμφισβητήσιμα. Μια από αυτές είναι ότι το κόστος συντήρησης των ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων την περίοδο 2012-18 έφτασε το αστρονομικό ποσό των 18 δισ. ευρώ – δηλ. 2,6 δισ. ευρώ τον χρόνο, όσο το σύνολο των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ κάθε έτους! Το ΔΝΤ όπως είναι λογικό προτείνει να μην επιβαρύνεται ο φορολογούμενος από τις ζημίες των κρατικών επιχειρήσεις. Προτείνει δηλαδή να μηδενιστεί αυτό το κόστος. Και πως θα γίνει κάτι τέτοιο; Προφανώς χρειάζεται εκ βάθρων αναδιάρθρωση των ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων, μείωση του προσωπικού και κατά περίπτωση ιδιωτικοποιήσεις.
Ποια όμως κυβέρνηση θα τολμήσει να τα βάλει με τα συνδικάτα της ΔΕΗ; Της «ΛΑΡΚΟ»; Των ΕΛΤΑ; Του ΟΑΣΑ και του ΟΑΣΘ; Της ΕΑΒ; Της ΓΑΙΟΣΕ; Καμία κυβέρνηση στη διάρκεια των μνημονίων δεν τόλμησε και ο λογαριασμός έφτασε στα 18 δισ. ευρώ! Προς το παρόν, ο προϋπολογισμός του 2020 μόνο για τις ΔΕΚΟ προβλέπει αύξηση του αθροίσματος των επιδοτήσεων από τον τακτικό προϋπολογισμό και των καταπτώσεων εγγυήσεων στο 1,1 δισ. ευρώ από 0,7 δισ. το 2019. Βέβαια πρόσφατα στη Βουλή ψηφίστηκε το «Εθνικό Αναπτυξιακό Πρόγραμμα» που προβλέπει μηδενικές κρατικές επιδοτήσεις για το κόστος λειτουργίας των δημοσίων επιχειρήσεων… Όμως επί του παρόντος φαίνεται πως ψηφίστηκε μονάχα για να λέμε ότι κάνουμε μεταρρυθμίσεις.
Αν κυβέρνηση θέλει να λέγεται μεταρρυθμιστική οφείλει να βάλει ένα τέλος σε αυτή την ιστορία. Δεν είναι δυνατόν, παραδείγματος χάρη, να συζητάμε αν θα καταργηθεί ή όχι η προσωπική διαφορά στις παλαιές συντάξεις, με ετήσιο όφελος 2 δισ. στον προϋπολογισμό, και την ίδια ώρα να ξοδεύουμε 2,6 δισ. επιδοτώντας ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις… Δεν είναι δυνατόν ο φορολογούμενος να πληρώνει άλλο τα «σπασμένα» του κρατικού επιχειρείν και τους κομματικούς στρατούς που τοποθέτησαν εκεί όλες οι κυβερνήσεις. Μια μεταρρύθμιση στο τομέα αυτό και ο μηδενισμός των κρατικών επιδοτήσεων στις ζημιογόνες επιχειρήσεις του Δημοσίου θα δημιουργούσε δημοσιονομικό χώρο για περαιτέρω μείωση της φορολογίας. Δυστυχώς όμως βρισκόμαστε ακόμη σε μια κατάσταση που όσοι βρίσκονται στο τιμόνι της χώρας δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν το προφανές.