Του Δημήτρη Παπαδάκη
Είναι μεγάλη η κουβέντα για το τι θεωρείται βία σε αυτή χώρα… Και βεβαίως σε μια χώρα που βιώνει ακόμη ένα ψυχρό εμφύλιο πόλεμο οι βίες… είναι πολλές και δεν καταδικάζονται… από όλους… Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν νόμιμα πολιτικά κόμματα, ένα εξ’ αυτών στο κοινοβούλιο, που σύμφωνα με τις καταστατικές αρχές του «αντιτάσσει τη δική του βία».
Οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η ωμή αστυνομική βία κατά του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ και των δύο γιων του στο Κουκάκι στο πλαίσιο της επιχείρησης της Αστυνομίας για την εκκένωση κατάληψης είναι δικαιολογημένες, καθώς οι φωτογραφίες με τον κακοποιημένο σκηνοθέτη καθώς και τα βίντεο που έχουν δει το φως της δημοσιότητας εκθέτουν την ελληνική αστυνομία, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς της ΕΛ.ΑΣ. ότι δεν χρησιμοποιήθηκε βία κατά τη σύλληψή τους.
Όμως είναι για άλλη μια φορά οι υπερευαίσθητοι με τέτοια περιστατικά κάνουν το λάθος της γενίκευσης. Σε ένα γιατρό που θα σώσει εκατό ασθενείς, θεωρείται συνήθως αυτονόητο να κάνει τη δουλειά του και τα περισσότερα «μπράβο» θα τα εισπράξει ο Θεός. Όταν όμως τύχει να του πεθάνει στα χέρια ένας ασθενής, κάτι που μπορεί να συμβεί είτε για η επιστήμη δεν έχει απάντηση στο πρόβλημα, είτε γιατί μπορεί να υπάρχει και ιατρικό λάθος, με πολύ μεγάλη ευκολία, οι συγγενείς θα αποδώσουν την απώλεια στο ιατρικό λάθος. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την Αστυνομία και τους αστυνομικούς, δύσκολα θα ακούσουν το «μπράβο», εύκολα θα κατηγορηθούν στην πρώτη στραβή.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση στο Κουκάκι τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα. Η Αστυνομία ξέφυγε από το πλαίσιο της νόμιμης βίας, της οποίας κατέχει το μονοπώλιο. Επομένως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την κατά νόμο τιμωρία όσων αστυνομικών παραβίασαν το νόμο. Όσοι γενικεύουν από τα μεμονωμένα περιστατικά αυθαίρετης αστυνομικής βίας, απλώς δεν θα ήθελαν να υπάρχει αστυνομία, άλλα είτε δεν τολμούν να το πουν, είτε δεν τους συμφέρει να το πουν για να μην χάσουν πολιτικά. Η απάντηση σε όλους τους είναι αυτό που φώναζε ο δεμένος ο Δημήτρης Ινδαρές, στην ταράτσα του σπιτιού του: «Αυτή είναι η Ελλάδα, ένας διαρκής εμφύλιος».
Από την άλλη η κυβέρνηση οφείλει και σε αυτόν τον τομέα να κάνει μία μεταρρύθμιση. Οι αστυνομικοί και τα περιπολικά θα πρέπει να φέρουν ειδικές κάμερες. Έτσι θα προστατεύονται οι πολίτες από την αυθαιρεσία και οι αστυνομικοί από τη συκοφαντία. Η κάμερα ούτως ή άλλως θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για όποιον αστυνομικό μπαίνει στον πειρασμό να ξεπεράσει τα όρια. Στις ΗΠΑ έχουμε δει από τις κάμερες αυτές αστυνομικούς να σκοτώνονται από αδίστακτους κακοποιούς, αλλά και περιπτώσεις αστυνομικής βίας, που κατέληξαν στην τιμωρία των υπαιτίων. Βέβαια στις ΗΠΑ υπάρχουν κανόνες εμπλοκής και οι αστυνομικοί πυροβολούν όταν πρέπει, ενώ εδώ έχουν δεχθεί δολοφονικές επιθέσεις μένοντας άπραγοι. Φυσικά εδώ δεν είμαστε έτοιμοι για να δώσουμε κανόνες εμπλοκής στους αστυνομικούς, αλλά τουλάχιστον οι κάμερες θα ήταν μία μεγάλη πρόοδος και ένα βήμα εκδημοκρατισμού.
Επίσης η κυβέρνηση θα πρέπει να παρανοήσει πως εννοούν το δόγμα περί «νόμου και τάξης». Σίγουρα τα φαινόμενα ανομίας με καταλήψεις, μπαχαλάκηδες κτλ δεν έχουν καμία της ανοχή της πλειοψηφίας. Ο μέσος πολίτης όμως το δόγμα αυτό θα ήθελε να δει ως ασφάλεια στην καθημερινότητά του. Οι πολίτες ενδιαφέρονται πρωτίστως για την εγκληματικότητα που βιώνουν… δίπλα τους. Στο σπίτι, στη γειτονιά, στον περίγυρό τους. Εκεί, όπου αισθάνονται, να μην μπορούν να περπατήσουν ανέμελα, εκεί όπου κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους και αγωνιούν για την ακεραιότητά τους. Εκεί βρίσκεται το πραγματικό στοίχημα για την Αστυνομία.