Του Δημήτρη Παπαδάκη
Το 2019 είχε ξεκινήσει με μία μεγάλη πολιτική αντιπαράθεση με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών με τα Σκόπια. Μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, που έλαβε σκληρά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι το επίδικο ήταν ένα σοβαρό θέμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, που την ταλανίζει εδώ και τριάντα χρόνια. Στο τέλος όμως του 2019 στο προσκήνιο είναι τα ελληνοτουρκικά: η συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα σε όλα τα επίπεδα, από την παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου μέχρι τις παράνομες γεωτρήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, τη συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας και την τουρκική απειλή για επίκειμενες έρευνες και γεωτρήσεις νοτίως του Καστελορίζου και της Κρήτης.
Στην πρόσφατη συζήτηση στη βουλή για τον προϋπολογισμό τις τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών απασχόλησαν και τα ελληνοτουρκικά. Εκεί καταγράφηκε ένα καλό κλίμα μεταξύ των κομμάτων και είναι ενδεικτικό ότι οι τόνοι της τοποθέτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχολιάστηκαν θετικά ακόμη και από τους βουλευτές της ΝΔ. Από ανάλογο κλίμα χαρακτηρίστηκε η ενημέρωση των κομμάτων στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής. Ίσως μοιάζει αυτονόητο απέναντι στη σοβαρότερη απειλή για τη χώρα τα κόμμα να προσέρχονται στη συζήτηση με νηφαλιότητα, ήπιους τόνους και κυρίως χωρίς απώτερο σκοπό «ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου». Όμως στη Ελλάδα της Μεταπολίτευσης τίποτε δεν είναι αυτονόητο.
Προφανώς αν θέλει κανείς να επιτεθεί στον άλλον θα ψάξει να βρει λόγους. Θα μπορούσε για παράδειγμα η ΝΔ να επιτεθεί στο ΣΥΡΙΖΑ και να πει ότι όταν αυτός βρίσκονταν στην εξουσία «αναλώθηκε» στη Συμφωνία των Πρεσπών και δεν αύξησε τα ερείσματα της χώρας στην περιοχή με αποτέλεσμα η Τουρκία να αλωνίζει τη νοτιοανατολική Μεσόγειο (π.χ τουρκολιβυκή συμφωνία). Θα μπορούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει ότι η παρούσα κυβέρνηση απέναντι στις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας, πέτυχε μόνο μία λεκτική υποστήριξη από τους διεθνείς της συμμάχους.
Πάντα θα υπάρχουν αιτίες και αφορμές για να τσακωνόμαστε μεταξύ μας… Το θέμα είναι αν μπορούμε σε στιγμές κρίσης να ξεπεράσουμε τις επιμέρους διαφορές μας, να αφήσουμε κατά μέρους τις όποιες ευθύνες για τα λάθη του παρελθόντος και να κοιτάξουμε με νηφαλιότητα, αποφασιστικότητα και αίσθηση της πραγματικότητας, πως θα διευρύνουμε τις συμμαχίες της χώρας και πως θα ισχυροποιήσουμε τη θέση της στην περιοχή. Είναι λοιπόν απόλυτη ανάγκη τα κόμματα να παραμερίσουν τις επιμέρους διαφορές τους και να καταλήξουν σε μια κοινή γνώμη, ώστε η χώρα να αποκτήσει μια νέα εξωτερική πολιτική, με συγκεκριμένη στόχευση, με συγκεκριμένες επιδιώξεις αναφορικά με τις συμμαχίες μας, με συγκεκριμένη στόχευση αναφορικά με την εθνική άμυνα. Όλα αυτά θα μπορέσουν τα γίνουν μέσα από ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, οι αποφάσεις του οποίου και οι στοχεύσεις του αναφορικά με τα εθνικά θέματα θα υπηρετούνται από οποιονδήποτε βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Τα περιθώρια πλέον έχουν στενέψει πολύ! Ο Ερντογάν απειλεί με έρευνες και γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ και εμείς δεν έχουμε ακόμη ψαχνόμαστε… Αν επιτέλους υπάρξει μια σύμπνοια μεταξύ των κομμάτων στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα σίγουρα μπορεί να αισθάνεται περισσότερο ασφαλής. Και που ξέρεις… ίσως η σύμπνοια σε αυτό τον τομέα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για να αλλάξει το κλίμα και σε άλλα θέματα της πολιτικής ζωής.