Του Δημήτρη Παπαδάκη
Επεισοδιακή υποδοχή επιφύλαξαν συνδικαλιστές και κάτοικοι της Πτολεμαΐδας στους υπουργούς Περιβάλλοντος-Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη και Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη που βρέθηκαν στην περιοχή για να μιλήσουν σε ημερίδα για την απολιγνιτοποίηση. Μάλιστα υπήρξαν και επεισόδια καθώς μερίδα διαδηλωτών επιχείρησε να διακόψει την ημερίδα και η αστυνομία τους απώθησε κάνοντας χρήση δακρυγόνων. Οι τοπικοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι αυτοδιοικητικοί της περιοχής που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ καθώς και ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ αποχώρησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ενώ σε κεντρικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν έχει σχέδιο για τη μετά-λιγνιτική εποχή, παρά το γεγονός ότι ανακοινώθηκαν διάφορα μέτρα, όπως επενδύσεις στο χώρο των ΑΠΕ, φορολογικά κίνητρα για την εγκατάσταση επιχειρήσεων στην περιοχή, ειδικά φορολογικά κίνητρα για τους κατοίκους που θα χάσουν την δουλειά τους και καμία αλλαγή σε σχέση με το εκπτωτικό τιμολόγιο της ΔΕΗ για τις λιγνιτικές περιοχές.
Κάπως έτσι ξεκίνησε ένα από τα πλέον σκληρά testγια την κυβέρνηση απέναντι σε μια τοπική κοινωνία που νιώθει ότι «χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της», αλλά και απέναντι σε οργανωμένα συμφέροντα, όπως είναι οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ. Ίσως είναι η πρώτη φορά, είναι η αλήθεια, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει μεταρρυθμιστική πυγμή. Και αυτό λόγω του ότι ο λιγνίτης «πέθανε» και επιπλέον, επειδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτα για να προετοιμάσει τη μετά-λιγνιτική εποχή.
Βεβαίως απαιτείται πλέον το αυτονόητο: να μπει τέλος στην ιστορία του λιγνίτη στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί πέρα από το περιβαλλοντικό, υπάρχει και η οικονομική διάσταση του πράγματος. Η ΔΕΗ έχασε από τα λιγνιτικά εργοστάσια 200 εκατ. ευρώ το 2018, 300 εκατ. ευρώ το 2019 και φέτος αναμένεται ο λογαριασμός αυτός να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Θα πάει δηλαδή σε μία χασούρα που υπολογίζεται στην τριετία σε σκάρτο από ένα δισεκατομμύριο. Και ποιος πληρώνει όλα αυτά; Μα φυσικά ο φορολογούμενος που πληρώνει κάθε χρόνο περίπου έναν ΕΝΦΙΑ το χρόνο για τη χασούρα συνολικά του κρατικού επιχειρείν. Όπως φυσικά πληρώνει και για τα λιγνιτικά εργοστάσια στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, για να έχουν δουλειά οι τοπικές κοινωνίες. Όπως φυσικά θα πληρώσει περίπου 400 εκατ. ευρώ που είναι το κόστος διάσωσης των ΕΛΤΑ.
Δυστυχώς οι όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έως τώρα της Κυβέρνησης εξαντλούνται σε επίπεδο παρεμβάσεων σε χαμηλής ή μέτριας πολιτικής σημασίας θέματα. Στα κάστανα που καίνε η κυβέρνηση δεν το έχει βάλει ακόμη το χέρι της. Τρανό παράδειγμα η οπισθοχώρηση της Νίκης Κεραμέως την προηγούμενη εβδομάδα απέναντι στους συνδικαλιστές της εκπαίδευσης και η αναβολή της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Όμως στην περίπτωση των κρατικών επιχειρήσεων και μονοπωλίων τα πράγματα δεν καίνε απλώς, αλλά τσουρουφλίζουν. Το κόστος συντήρησης των ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το ΔΝΤ την περίοδο 2012-18 έφτασε το αστρονομικό ποσό των 18 δισ. ευρώ – δηλ. 2,6 δισ. ευρώ τον χρόνο! Ενώ αν συνυπολογίσει κανείς το κόστος των παλαιότερων παρεμβάσεων σε κρατικές επιχειρήσεις με τα πανάκριβα προγράμματα εθελουσίας εξόδου και αναδιάρθρωσης π.χ. Ολυμπιακή, ΟΤΕ κτλ, τότε ο λογαριασμός ανεβαίνει σε δυσθεώρητα ύψη. Δυστυχώς εν πολλοίς επικρατεί ακόμη η αποτυχημένη σοβιετική λογική του κρατικού επιχειρείν. Μια λογική που φυσικά είναι ζημιογόνα για το φορολογούμενο, όχι μόνο από άποψη οικονομική και επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων και από άποψη παρεχόμενων υπηρεσιών. Αυτή η λογική φυσικά δεν μπορεί να συνεχιστεί και όσο τη συνεχίζουμε τόσο πιο ακριβά την πληρώνουμε.