Του Δημήτρη Παπαδάκη
Ο αγαπητός κατά τα άλλα Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πάολο Τζεντιλόνι, ήρθε την προηγούμενη εβδομάδα στην Αθήνα για να κάνει και αυτός με τη σειρά του τις συνήθεις διαπιστώσεις του τελευταίου διαστήματος. Μας είπε για το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων, τα «κόκκινα» δάνεια και το υψηλό χρέος. Είπε βέβαια και αυτός ορισμένα καλά λόγια για τη συνεργασία του με το Υπουργείο Οικονομικών και τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Ο Τζεντιλόνι ήταν βέβαια πιο συγκρατημένος στις κολακείες από τον προκάτοχό του Πιέρ Μοσκοβισί, ίσως γιατί προέρχεται από μια χώρα που πέρασε και περνά ανάλογα προβλήματα. Ωστόσο για το μεγάλο ζήτημα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων περιορίστηκε κατά τη συνάντησή του με τον Κ. Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου να πει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι σίγουρα υποστηρικτική για το άνοιγμα αυτής της συζήτησης.
Όμως το ζητούμενο φυσικά δεν είναι απλώς και μόνο να ανοίξει η συζήτηση, αλλά να παρθούν οι δέουσες αποφάσεις. Αυτό που ζούμε (και θα συνεχίσουμε να ζούμε μέχρι το 2022 των μεγάλων υπερπλεονασμάτων) μπορεί οι πολιτικοί μας να το βάφτισαν «έξοδο από το μνημόνιο», αλλά τα πράγματα δεν είναι διόλου ειδυλλιακά έξω το μνημόνιο και πρέπει οι Ευρωπαίοι να σταθούν λίγο στο ύψος της κοινής λογικής και όχι της προτεσταντικής λογικής.
Η Ελλάδα καλώς ή κακώς πήγε πολύ πάνω από τους στόχους των πλεονασμάτων τα προηγούμενα χρόνια, δείχνοντας ότι όχι μόνο μπορεί να τιθασεύσει τα δημοσιονομικά της, αλλά και πως είναι διατεθειμένη να «πνίξει» και την οικονομία προς χάριν του δημοσιονομικού. Είναι ανάγκη και όσο η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή η «θηλιά» να χαλαρώσει λίγο. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν οι Ευρωπαίοι. Τα πλεονάσματα πάνω από τον –ήδη υψηλό– στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, επιτεύχθηκαν εις βάρος της αγοράς και της κοινωνίας.Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Δεν είναι μόνο θέμα «ανακούφισης» της οικονομίας και των πολιτών. Είναι και θέμα ψήφου εμπιστοσύνης στη χώρα. Ένα τέτοιο μήνυμα από τους δανειστές θα έδινε μέσα στην ευνοϊκή διεθνή συγκυρία και ένα επιπλέον κίνητρο στους επενδυτές να δουν την Ελλάδα με διαφορετικό μάτι. Είναι άλλο να ακούει κανείς συνεχώς «η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τα συμφωνηθέντα» και άλλο να ακούσει «η Ελλάδα έκανε τα δέοντα και επιβραβεύεται»…
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει ότι μια μικρή δημοσιονομική ανάσα δεν θα πρέπει να γίνει ευκαιρία για πάρτι… Η κυβέρνηση πρέπει να πείσει ότι θέλει τη σχετική χαλάρωση, όχι για να ξοδέψει χρήματα σε συνήθεις αμαρτίες του παρελθόντος, σε διορισμούς, σε φορείς του δημοσίου που απορροφούν αργομισθίες ή στη μαύρη τρύπα της χασούρας των κρατικών επιχειρήσεων, αλλά σε επενδύσεις μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα για τη δημόσια διοίκηση, την οικονομία κτλ.
Δυστυχώς το πιο πιθανό είναι να ξεκινήσουν συζητήσεις – διαπραγματεύσεις που θα συνεχιστούν επί μακρόν και οι Ευρωπαίοι δανειστές θα μας βγάλουν το λάδι για να μας δώσουν το οτιδήποτε. Αυτό βέβαια είναι και απόρροια του γεγονότος ότι η εμπιστοσύνη που χάθηκε στο περιβόητο εξάμηνο Τσίπρα – Βαρουφάκη, θέλει πολύ χρόνο για να ανακτηθεί, αλλά και δείγμα του αργού και δύσκαμπτου τρόπου με τον οποίο η Ευρώπη παίρνει αποφάσεις.
Οι δανειστές θα πρέπει να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να τεντώνουν το σκοινί και μάλιστα σε θέματα δευτερεύουσας σημασίας, όπως έκαναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά να επιμείνουν στο μεταρρυθμιστικό και όχι στο δημοσιονομικό σκέλος του πράγματος.