Του Δημήτρη Παπαδάκη
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το τελευταίο δελτίο της Αlpha Bank για την οικονομία, διαμόρφωση ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών κατά τους τελευταίους μήνες στην ελληνική οικονομία δύναται να οδηγήσει κατά το τρέχον έτος στην οριστική διακοπή της φάσης αποεπένδυσης που πυροδότησε η οικονομική κρίση.
Όμως αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι η Τράπεζα επικαλείται την έκθεση “2019 Foreign Direct Investment Confidence Index” της συμβουλευτικής εταιρείας A.T. Kearney, η οποία αποτυπώνει τους παράγοντες που εξετάζουν οι επενδυτές, για να εκτιμήσουν το κατά πόσο μία οικονομία είναι πιθανός προορισμός άμεσων ξένων επενδύσεων τα επόμενα τρία χρόνια.
Παρουσιάζονται λοιπόν -με σειρά προτεραιότητας- οι καθοριστικοί παράγοντες για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, όπως αναλύονται στην έρευνα της A.T. Kearney, οι οποίοι εξηγούν και την προτίμηση των επενδυτών για τοποθετήσεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ως σημαντικοί, αναδεικνύονται παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με τη διακυβέρνηση και το κανονιστικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, στην πρώτη θέση βρίσκεται η φορολογία (φορολογικοί συντελεστές, ευκολία πληρωμών φόρων), ενώ ακολουθούν η ασφάλεια, η διαφάνεια και η έλλειψη διαφθοράς, η προστασία των δικαιωμάτων των επενδυτών και της ιδιοκτησίας και το κόστος εργασίας.
Τι επιδόσεις έχουμε σε αυτούς τους τομείς δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τη φορολογία, που είναι ο βασικότερος παράγοντας που θα εξετάσει ένας επενδυτής, η Ελλάδα κατατάσσεται 72η μεταξύ 190 χωρών. Ιδιαίτερα χαμηλές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας στις κατηγορίες της τεχνολογίας-καινοτομίας και των ψηφιακών υποδομών. Εδώ η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταλαμβάνει μόλις την 22η θέση στην Ευρώπη.Αναφορικά με τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, η Ελλάδα κατέλαβε την προτελευταία θέση στην κατάταξη. Στις χαμηλές θέσεις της κατάταξης είναι η χώρα μας και σε όρους κόστους εργασίας και παραγωγικότητας (109η σε 141 χώρες), αλλά και αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των νομικών και κανονιστικών διαδικασιών (92η θέση σε 141 χώρες). Για να λέμε όμως και τα όποια θετικά και να έχουμε πλήρη εικόνα την καλύτερη συγκριτικά επίδοση έχει σημειώσει η χώρα μας στην κατηγορία «δικαιώματα επενδυτών και ιδιοκτησίας», όπου βρίσκεται στην 37η θέση από 190 χώρες. Ακολουθεί η επίδοση στην έρευνα και ανάπτυξη και τις φυσικές υποδομές (37η θέση σε 141 χώρες και στις δύο περιπτώσεις).
Καταλαβαίνει λοιπόν εύκολα κανείς ότι ο ξένος επενδυτής έχει στην κυριολεξία δεκάδες καλύτερες επιλογές από την Ελλάδα. Το τι πρέπει να κάνει η χώρα για να γίνει περισσότερο ελκυστική είναι επίσης προφανές. Αφ’ ενός να μειώσει τη φορολογία, γιατί κανείς δεν θέλει να έχει συνεταίρο στο κράτος στη δουλειά του και αφ’ ετέρου και μεταρρυθμίσεις κυρίως στους τομείς της ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης, της διευθέτησης των δικαιωμάτων χρήσης γης, της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα με την εισαγωγική ψηφιακών υπηρεσιών. Επιπλέον σίγουρα απαιτείται η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Όσο διαρκεί η διεθνής ευνοϊκή οικονομική συγκυρία, με τα μηδενικά επιτόκια και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και τίποτα να μην κάνουμε, η οικονομία θα συνεχίζει να παρουσιάζει καλή μεν εικόνα, αλλά με μία ανάπτυξη της τάξης του 2%. Όμως αυτό δεν αρκεί… στην ουσία η ευνοϊκή συγκυρία μας δίνει -καιρό τώρα- το χρόνο να κάνουμε ως χώρα όσα χρειάζονται για να βελτιώσουμε τη θέση μας.