Του Δημήτρη Παπαδάκη
Στις εκλογές του 2000, εκείνες που κοιμηθήκαμε με κυβέρνηση ΝΔ και ξυπνήσαμε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ένα μεγάλα θέματα της προεκλογικής αντιπαράθεσης του τότε δικομματισμού ήταν το ύψος της κατώτατης σύνταξης. Πρώτη η ΝΔ υποσχέθηκε σύνταξη 150.000 δραχμές και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ πλειοδότησε με 152.000 δραχμές. Σήμερα, πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει –π.χ. το νόμισμα- η πλειοδοσία όμως είναι ένα αθεράπευτο εθνικό σπορ. Και συμβαίνει σε κάθε κρίση.
Σήμερα λοιπόν που συζητάμε τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού από το ίδιο πνεύμα διακατέχονται οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Βέβαια σήμερα η πλειοδοσία δεν γίνεται με την σαρωτική επικοινωνιακή τακτική των σποτς, που κυριάρχησε πριν 20 χρόνια, όμως η ουσία παραμένει η ίδια. Είδαμε, για παράδειγμα, τον Αλέξη Τσίπρα να παρουσιάζει τις επικαιροποιημένες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς φυσικά το οικονομικό του πρόγραμμα να υπολογίζει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της δεδομένης φετινής ύφεσης, που απλώς δεν ξέρουμε ακόμη το… βάθος της. Το πνεύμα αυτό διατρέχει κάθετα μια πολύ μεγάλη μερίδα της κοινωνίας. Βλέπουμε, για παράδειγμα, αυτές τις ημέρες αυτοδιοικητικούς (κατά βάση της ανέξοδης αντιπολίτευσης) να προτείνουν -ελαφρά τη καρδία- για παράδειγμα την πλήρη απαλλαγή των επιχειρήσεων από το σύνολο των δημοτικών τελών ή την μεγάλη μείωση των τελών της ύδρευσης… Φυσικά δεν μας είπαν το πώς θα λειτουργήσουν με πολύ μειωμένες εισπράξεις οι ανταποδοτικές υπηρεσίες των δήμων (καθαριότητα, ύδρευση κτλ).
Υπάρχει όμως και ένα θέμα ποιότητας αυτής της πλειοδοσίας. Όπως ακριβώς τα προηγούμενα χρόνια ένα μέρος της κοινωνίας εθίστηκε στο να είναι ικανοποιημένο από τα επιδόματα (ΚΕΑ, επιδότηση ενοικία, κοινωνικό τιμολόγιο κτλ), με αποτέλεσμα να είναι ασύμφορη η εργασία, έτσι σήμερα μιλάμε για επιχειρηματικά βοηθήματα… Το εύκολο χρήμα. Με τη διαφορά ότι το εύκολο χρήμα, πολλές φορές δεν βοηθά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, κάτι που είναι διαχρονικά πρόβλημα για την ιδιωτική οικονομία.
Με τα επιχειρηματικά βοηθήματα όμως δεν θα βγούμε από κρίση με καλές προοπτικές και γρήγορα, θα βγούμε αργά και με τα ίδια δομικά προβλήματα. Αυτό που χρειάζεται πρωτίστως η οικονομία είναι η μείωση της φορολογίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να έχουν περισσότερα κέρδη. Γιατί, έχοντας περισσότερα κέρδη μια επιχείρηση, ένα μέρος τους σίγουρα θα το επανεπενδύσει. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Όμως με συνεταίρο κράτος αυτό δεν μπορεί να γίνει. Το να έρθει κάποιος και να σου ρυθμίσει ή να σου μεταθέσει τις υποχρεώσεις και τις ζημίες του lockdown, μπορεί να ακούγεται ωραίο και να είναι θετικό, όμως το ζητούμενο είναι μετά τι γίνεται. Ποια προοπτική υπάρχει;
Το παράδοξο είναι πως σχεδόν όλοι σκέφτονται ως λύση στην κρίση το πώς και σε ποιους θα μοιραστούν τα διαθέσιμα του κράτους και το μαξιλάρι ρευστότητας. Σχεδόν κανείς δεν σκέφτηκε πως αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να αναπληρώσουν την απώλεια των εσόδων από τη μείωση της φορολογίας. Σχεδόν κανείς δεν σκέφτηκε πως η ιδιωτική οικονομία θα μπορέσει να βρει την… άκρη, αν υπάρχουν περιθώρια για κέρδη. Σχεδόν όλοι όμως προτιμούν το κράτος να διατηρεί υψηλή τη φορολογία για να μοιράζει στη συνέχεια χρήματα! Για την ακρίβεια ένα μέρος των χρημάτων, που νωρίτερα στέρησε από τις επιχειρήσεις.