Του Δημήτρη Παπαδάκη
Φυσικά και δεν φταίει ο κορονοϊός για το γεγονός ότι χιλιάδες μαθητές και φέτος εισάγονται στα Πανεπιστήμια της χώρας με βαθμολογία κάτω από τη βάση. Αυτό συνέβαινε και τα προηγούμενα χρόνια, όπου ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών γίνονταν φοιτητές των ΑΕΙ και των ΤΕΙ με εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις. Το επιπλέον φετινό στοιχείο είναι ότι η πανδημία του κορονοϊού και η μεγάλη αναστάτωση που προκάλεσε στους μαθητές, επέτεινε τη δεδομένη κατάσταση των προηγούμενων ετών. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να εισάγονται μαθητές στα Πανεπιστήμια γράφοντας απλώς το όνομά τους (με βαθμολογία κάτω από… 1) στις κόλλες των πανελληνίων εξετάσεων.
Η Υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, σχολιάζοντας τις φετινές βάσεις εξήγγειλε πρωτοβουλίες… «Πρόκειται για χρόνια παθογένεια της χώρας μας που δεν βρίσκει εύκολα λύση. Χρόνια παθογένεια που επιδεινώθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση με τη δημιουργία νέων τμημάτων στην επικράτεια χωρίς ακαδημαϊκά κριτήρια, χωρίς μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας», επισήμανε χαρακτηριστικά. Και πρόσθεσε : «Ανάμεσα στις διάφορες λύσεις που συζητάμε είναι να ορίζει η κάθε σχολή τη βάση εισαγωγής σε τουλάχιστον ένα μάθημα που θεωρεί εξαιρετικά βασικό: Πχ. στο Μαθηματικό, τα μαθηματικά, στις Οικονομικές σχολές, η οικονομία, στις Σχολές Πληροφορικής, η πληροφορική».
Λυπάμαι που θα το πω, αλλά είναι πολύ βαθιά νυκτωμένη η Νίκη Κεραμέως, αν νομίζει ότι υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να βελτιωθεί το πρόβλημα με τέτοια μέτρα. Ο πυρήνας του προβλήματος είναι ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν στις εξετάσεις και οι επιδόσεις τους είναι πολύ μέτριες έως απογοητευτικές. Η ουσία λοιπόν είναι ότι οι μαθητές στη δευτεροβάθμια κυρίως εκπαίδευση όχι δεν εφοδιάζονται με τις γνώσεις που θα έπρεπε, αλλά εξασκούνται και στη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Και αυτό δεν είναι μια θεωρία, αλλά μια μετρημένη πραγματικότητα. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των Ελλήνων μαθητών στους διαγωνισμούς του προγράμματος PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ είναι ενδεικτικά της κατάστασης. Μάλιστα, από το 2000, οπότε συμμετέχουμε ως χώρα σε αυτό τον θεσμό, είμαστε συνεχώς κάτω από τη βάση και σε φθίνουσα πορεία. Σε σύνολο 78 χωρών (μέλη του ΟΟΣΑ και μη) οι Έλληνες μαθητές κατατάσσονται περίπου στην 43η θέση. Και αν δεν αλλάξει κάτι θα βρεθούμε σύντομα στον… απόλυτο πάτο.
Φυσικά για να ξεκολλήσουν από τον πάτο πρέπει να βρεθεί μια κυβέρνηση και ένας υπουργός, που θα τολμήσουν να τα βάλλουν με την… αλαλάζουσα συντεχνία των εκπαιδευτικών, που αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Είναι αυτή η συντεχνία που ποιεί τη νήσσαν κάθε φορά που ένας διεθνής οργανισμός αποτυπώνει τα γνωστικά χάλια των μαθητών μας και φυσικά αποποιείται τις ευθύνες της για αυτό.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας είναι σχεδόν απαρχαιωμένο, «κολλημένο» σε αναχρονιστικές εκπαιδευτικές μεθόδους, με ακατάλληλους σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευτικούς και με παρωχημένα προγράμματα σπουδών. Χρειάζονται εκ βάθρων αλλαγές και κυρίως ισχυρή πολιτική βούληση για να προχωρήσουν.
ΥΓ: Το πρόβλημα θα μπορούσε να μην είχε πάρει τόσο ακραίες διαστάσεις, αν υπήρχε στην Ελλάδα μια αξιόλογη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, που έδινε μια διαφορετική διέξοδο, στους μαθητές των μετρίων ή κακών επιδόσεων ή όσους δεν θέλουν να γίνουν γιατροί και δικηγόροι. Όμως κάτι τέτοιο δεν υπήρξε αφ’ ενός γιατί η χώρα βρέθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες σε φάση έντονης αποβιομηχάνισης, αφ’ ετέρου γιατί και η ελληνική οικογένεια αντιμετώπισε πολλά επαγγέλματα μέσα από λανθασμένα στερεότυπα. Αυτό το τελευταίο όμως μέσα στην κοινωνία έχει αρχίζει να αλλάζει και πρέπει να γίνει φυσικά η αφορμή να δούμε και το θέμα της επαγγελματικής εκπαίδευσης σοβαρά.