Του Δημήτρη Παπαδάκη
Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για την ύφεση κατά το τρίμηνο του lockdown ήταν λίγο – πολύ αναμενόμενη, λόγω της εξαιρετικής συνθήκης της πανδημίας του κορονοϊού. Έχουμε λοιπόν μια ιστορικών διαστάσεων ύφεση, έχουμε όμως στην Ελλάδα μια οικονομία και μια κοινωνία αρκετά «κουρασμένη» από τα Μνημόνια και τις παθογένειες.
Όμως αυτή τη φορά έχουμε αρκετά γρήγορα, τηρουμένων των ευρωπαϊκών αναλογιών και των δεδομένων, και το εργαλείο για να αντιπαλέψουμε και να ξεπεράσουμε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης μαζί με τα χρήματα της επόμενης προγραμματικής περιόδου 2021-2027 μας δίνουν περί τα 70 δισεκατομμύρια για τα επόμενα 7 με 9 χρόνια.
Το πόσο θα μπορούσε να πει κανείς ότι για μια οικονομία με περίπου 180 δισεκατομμύρια ΑΕΠ και για μια κοινωνία με πάνω από 230 δισεκατομμύρια ιδιωτικό χρέος είναι μικρό. Ας μην φτάσουμε όμως στο σημείο να θεωρήσουμε τα 70 δις. στραγάλια…
Είναι πολλά τα λεφτά και είναι σίγουρα αρκετά για να χρηματοδοτήσουν μεταρρυθμίσεις και έργα που θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά μέσα στην οικονομία και την κοινωνία. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει σχέδιο για το που θα δαπανηθούν αυτά τα χρήματα και αν υπάρχει η βούληση πολύ γρήγορα να αλλάξουν αρκετά γραφειοκρατικά δεδομένα, που καθιστούν την Ελλάδα την ευρωπαϊκή χελώνα στην απορρόφηση των κονδυλίων.
Ως προς το σχέδιο, αναμένεται το σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη και η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων θα πάει σε μεταρρυθμίσεις (το ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους κτλ)… Ίδωμεν.
Όμως στην εξίσωση του προβλήματος μπαίνει και η παράμετρος της ταχύτητας και της γενικότερης ικανότητας, από την στιγμή που και τα χρήματα είναι περισσότερα. Στα προηγούμενα ΕΣΠΑ η Ελλάδα κατάφερνε να απορροφήσει κάθε χρόνο περί τα δύο δις. μόνο, ενώ τώρα θα πρέπει να απορροφήσουμε περίπου 7 δις. ευρώ το χρόνο…
Το πρόβλημα ότι ακόμη και στις εύκολες θεωρητικά περιπτώσεις, για παράδειγμα, των έργων υποδομής ο… βασιλιάς είναι γυμνός. Προτάσεις υπάρχουν για όλα τα δις. του κόσμου, αλλά «έτοιμα» έργα από άποψη μελετών, αδειοδοτήσεων και εν γένει ωριμότητας υπάρχουν ελάχιστα. Και σε αυτή την περίπτωση είμαστε αντιμέτωποι με το βραχνά της γραφειοκρατίας, του αργοκίνητου συστήματος της δημόσιας διοίκησης, ακόμη κι όταν πρόκειται για έργα κοινής ωφέλειας και των κακών σχεδιασμών.
Υπάρχει λοιπόν η ανάγκη καθώς το σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα απαντά στις απαιτήσεις των Βρυξελλών, αλλά κυρίως και στις ανάγκες της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και των επιχειρήσεων, ταυτόχρονα ή για να είμαστε πιο ακριβείς ένα – δύο βήματα μπροστά από αυτό να «τρέχει» ένα σχέδιο που θα κάνει το αργοκίνητο «καράβι», όχι φυσικά Ferrari, αλλά θα του δώσει την ταχύτητα και την ικανότητα να παίρνει γρήγορες αποφάσεις και να… στρίβει αναλόγως.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι για αυτό το σχέδιο και σε αυτό το πλαίσιο, ότι δηλαδή η αναδιάταξη της δημόσιας διοίκησης πρέπει να προηγείται, λίγα έχουμε ακούσει από την κυβέρνηση, αλλά και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.