Πολύ σωστά βαφτίστηκε «επιχείρηση Ελευθερία» το σχέδιο για τους εμβολιασμούς κατά του κορονο ϊού, γιατί τα όσα προηγήθηκαν αποτέλεσαν τη στρατηγική του lockdown
Tου Δημήτρη Παπαδάκη
Όταν τον περασμένο Μάιο η χώρα έβγαινε από το lockdown με τις δάφνες της επιτυχίας για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας, το ενδιαφέρον όλων και φυσικά της κυβέρνησης στράφηκε στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Υποτίθεται βέβαια ότι στο δίλημμα υγεία ή οικονομία, είχαμε απαντήσει με την εφαρμογή του lockdown. Όμως το καλοκαίρι με όσα δεν έγιναν φάνηκε πως στο δίλημμα αυτό, η υγεία προκρίθηκε με υποκριτικό τρόπο, αλλά από την άλλη εξίσου υποκριτικό ήταν και το ενδιαφέρον για την οικονομία. Και αυτό γιατί δεν έγινε τίποτα που να προετοιμάσει πραγματικά την κοινωνία να υποδεχθεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας με τις λιγότερες υγειονομικές και οικονομικές συνέπειες.
Το πώς φτάσαμε σήμερα σε ένα δεύτερο παρατεταμένο lockdown και με τους λεγόμενους ειδικούς προκαταβολικά να μας λένε πως θα πρέπει να ξεχάσουμε ακόμα και τις πασχαλινές διακοπές στο χωριό έχει μία απλή εξήγηση. Η προετοιμασία που δεν έγινε δεν ήταν η επίταξη των ιδιωτικών κλινικών, που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι χιλιάδες προσλήψεις εκπαιδευτικών και το «μαγικό» χτίσιμο νέων σχολείων μέσα στο καλοκαίρι, που έλεγε το ΚΚΕ. Η προετοιμασία που δεν έγινε είναι τα τεστ, τα οποία δεν έγιναν και δεν γίνονται. Στο λάθος τρόπο με τον οποίο άνοιξε ο τουρισμός το καλοκαίρι, προστέθηκε η συνεχής -και εγκληματική θα μπορούσε να πει κανείς αδιαφορία- για την προστασία των πραγματικά ευπαθών από υγειονομική άποψη ομάδων. Αυτών δηλαδή που έπρεπε να είχαν προστατευτεί με lockdown.
Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί περίπου 140.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα κορονοϊού, ενώ οι θάνατοι ξεπερνούν τις 5.200. Τα στοιχεία αυτά μας δείχνουν ότι το ποσοστό της Ελλάδας είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με άλλες χώρες. Αυτό μας το απέδειξε πρόσφατα το Bloomberg που μας κατέταξε εξαιρετικά χαμηλά στην παγκόσμια κατάταξη σε σχέση με την αντιμετώπιση του κορονοϊου. Το ποσοστό θνητότητας στην Ελλάδα ξεπερνά δυστυχώς το 6%, γιατί πολύ απλά δεν κάναμε τεστ στοχευμένα που να αποσκοπούν σε μία σοβαρή επιδημιολογική επιτήρηση. Το προσωπικό των νοσοκομείων οι τρόφιμοι των γηροκομείων οι άνθρωποι που έχουν επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό έπρεπε να κάνουν τεστ δύο φορές την εβδομάδα. Δυστυχώς όμως test 2 φορές την εβδομάδα δεν κάνουν ούτε καν το προσωπικό των ΜΕΘ και των κλινικών κορονοϊού που είναι η πλέον εκτεθειμένη άνθρωποι στην πανδημία. Από τη στιγμή που δεν προστάτευσαν τους ανθρώπους που παρουσιάζουν μεγάλη επικινδυνότητα ήταν λογικό να βρεθούμε στον πάτο της παγκόσμιας κατάταξης. Η πολιτική μάλιστα των τεστ που εφαρμόζεται στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό εφαρμόζεται μέσα από δειγματοληψίες, οι οποίες παρουσιάζουν με τον τρόπο που γίνονται μεγάλη τυχαιότητα. Δεν είναι λοιπόν μόνο λίγα τα τεστ που γίνονται είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι δεν ελέγχονται οι άνθρωποι που πρέπει.
Για να μην πάμε στο παράδειγμα της νότιας Κορέας που αποτελεί ίσως ένα από τα καλύτερα δείγματα αντιμετώπισης της πανδημίας παγκοσμίως ας πάμε στην φτωχή Σλοβακία, όπου πρόσφατα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο κατάφερε να ελέγξει το 60% του πληθυσμού της παίρνοντας έτσι μία πολύ σοβαρή επιδημιολογική εικόνα για το τι συμβαίνει στον πληθυσμό τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μόνο αν κάνεις πολλά τεστ μπορείς να πιάσεις τους ασυμπτωματικούς, οι οποίοι γίνονται φορείς μετάδοσης της πανδημίας και στους ανθρώπους που είναι στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Μολαταύτα ακόμα και στην Ελλάδα που έχουμε μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας σε σχέση με άλλες χώρες, το ποσοστό αυτό παραμένει εξαιρετικά χαμηλό που βέβαια δεν συνιστά τον κορονοϊο μία απλή γριπούλα, αλλά σίγουρα τον κάνει αντιμετωπίσιμο. Ακόμη και για το σύστημα υγείας, γιατί ο 20άρης και ο 30άρης δεν θα χρειαστούν ΜΕΘ, αλλά ο 65άρης με τα υποκείμενα νοσήματα.
Κάπως έτσι χάθηκε και στο στοίχημα της υγείας και της οικονομίας. Γιατί, όταν επιλέγεις να ακροβατήσεις ανάμεσα σε αυτά τα δύο, χωρίς να πάρεις τα ανάλογα μέτρα, στο τέλος θα χάσεις και τα δύο.